Γενικά

Μετακινήσεις Ελληνικών πληθυσμών την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου (1914-1918) Η περίπτωση του ν. Κιλκίς

Γράφει ο Χρήστος ‘Ιντος

Γράφει ο Χρήστος ‘Ιντος

Κατά τον 20ο αιώνα η πρώτη μεγάλη άφιξη Ελλήνων προσφύγων ήταν το 1906 από την Ανατολική Ρωμυλία. Εκδιώχθηκαν από τη Βουλγαρία ως αντίποινα για τον αγώνα της Ελλάδας (Μακεδονικός Αγώνας) με σκοπό τη διάσωση του μακεδονικού ελληνισμού. Στο γεγονός αντιτίθονταν η γειτονική χώρα για τους δικούς της λόγους και σκοπούς. Την ίδια χρονιά υπήρξε προσφυγικό κύμα Ελλήνων και από τη Ρουμανία ως αποτέλεσμα της έντασης που επικράτησε στις σχέσεις των δύο χωρών λόγω του Κουτσοβλαχικού ζητήματος.

Με την ήττα και την οπισθοχώρηση του τουρκικού στρατού κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο μουσουλμανικοί πληθυσμοί ακολούθησαν τον τουρκικό στρατό εγκαταλείποντας τις εστίες τους. Το ίδιο έγινε και με βουλγαρικούς πληθυσμούς μετά την ήττα του βουλγαρικού στρατού κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Τότε εκκενώθηκαν οικισμοί του σημερινού Ν. Κιλκίς.

Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913), με την οποία κατοχυρώθηκαν στην Βουλγαρία η Ανατολική Μακεδονία και η Δυτική Θράκη, στη δε Σερβία περιοχές της Βόρειας Μακεδονίας, υπήρξε νέο προσφυγικό κύμα Ελλήνων. Στο Κιλκίς κυρίως και στην επαρχία του, στην Παιονία σε μικρότερο βαθμό, ήρθαν πρόσφυγες από τη Στρώμνιτσα, το Μελένικο, τη Δοϊράνη, τη Γευγελή και τα γύρω από τις πόλεις αυτές χωριά.

Στην Τουρκία μετά τις ήττες που υπέστη ο οθωμανικός στρατός κατά τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο (1911) και στους Βαλκανικούς (1912-1913) καλλιεργήθηκε εθνικιστικό κλίμα. Μειονότητες αντιμετωπίζονταν εχθρικά, κυρίως οι Έλληνες και οι Αρμένιοι, οι οποίοι από τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα είχαν σημειώσει σημαντική πρόοδο και οργάνωση σε όλους τους τομείς.

Η μετακίνηση μουσουλμανικών πληθυσμών στις αρχές του 1914 από τις βαλκανικές χώρες προς την Τουρκία και η είσοδος της ίδιας αυτής χώρας στον Α΄ Παγκόσμιο έδωσε την αφορμή για συστηματικούς διωγμούς Ελλήνων πρώτα στην Ανατολική Θράκη και στη συνέχεια στη Δυτική Μικρά Ασία. Οι διώξεις των Ελλήνων στην Τουρκία, σε μικρότερο βαθμό, συνεχίστηκαν ως το τέλος του πολέμου (1918) και είχαν επεκταθεί στις περιοχές της θάλασσας του Μαρμαρά και του Πόντου.

Στο Κιλκίς εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από το Ακαλάν και το Γιασίκιοϊ της Δ. Θράκης, τη Βιζύη, το Μπουργάζ, τα Μάλγαρα, τις Σαράντα Εκκλησίες και άλλα μέρη της Ανατολικής Θράκης. Μετά τη λήξη του Α΄ΠΠ και την απελευθέρωση της Δυτικής Θράκης και την παραχώρησή της στην Ελλάδα πολλοί επέστρεψαν στις πατρίδες τους, όπως οι καταγόμενοι από το Γιασίκιοϊ, ενώ άλλοι παρέμειναν, όπως οι Ακαλανιώτες. Επέστρεψαν και οι καταγόμενοι από την Ανατολική Θράκη, οι οποίοι μετά την Μικρασιατική καταστροφή (1922) εγκατέλειψαν και πάλι τις πατρίδες τους για να εγκατασταθούν κυρίως στη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία.

Επίσης, το 1914 ήρθαν στο Κιλκίς πρόσφυγες από τον Καύκασο και τον Πόντο μετά από μετανάστευση και εγκατάσταση εκεί Μουσουλμάνων και βέβαια τους διωγμούς των Ελλήνων της περιοχής. Στη διάρκεια του Α΄ ΠΠ η ήττα των Τούρκων τον Ιανουάριο του 1915 από τους Ρώσους ήταν αιτία διωγμού των Ελλήνων, στους οποίους μάλιστα αποδόθηκαν και τα αίτια της ήττας. Οι διωγμοί συνεχίστηκαν και στα μετέπειτα χρόνια. Το 1914 το σύνολο των προσφύγων στο Κιλκίς ανέρχονταν σε 435 οικογένειες με 1573 μέλη.

Παράγκες προσφύγων στη Μακεδονία τον Α΄ ΠΠ (Πηγή, ΚΙΘ)

Παράγκες προσφύγων στη Μακεδονία τον Α΄ ΠΠ (Πηγή, ΚΙΘ)

Οι Βούλγαροι το 1916 κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία και πολλοί Έλληνες κατέφυγαν στην Ελλάδα. Μετά τη λήξη του πολέμου (1918) επέστρεψαν στις εστίες τους. Η Δυτική Θράκη με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (1919) παραχωρήθηκε από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την προβλεπόμενη από την ίδια Συνθήκη αμοιβαία μετανάστευση πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. 50.000 Βούλγαροι έφυγαν από την Ελλάδα και από τη Βουλγαρία 30.000 Έλληνες. Οι Έλληνες που είχαν μεταναστεύσει από τη Βουλγαρία προς την Ελλάδα πριν το 1919 ανέρχονταν σε 20.000.

Την ίδια περίοδο, 1900-1920, είχαμε μεταναστεύσεις Ελλήνων από τα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα, τη Βόρειο Ήπειρο (1914), τη Ρωσία, λόγω της επανάστασης του 1917 και την κατάληψη ρωσικών περιοχών από την Τουρκία, τη Ρουμανία (1919) και τη Μικρά Ασία (1919). Στο σύνολό του ο αριθμός τους προσέγγισε τις 800.000. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στις μεγάλες πόλεις, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, στη Μακεδονία και στα μεγάλα νησιά του Αιγαίου.

Κάποιοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους ιδιαίτερα στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη με το τέλος του πολέμου (1918) και μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (Μάιος 1919). Ο συνολικός αριθμός των οικογενειών που εγκαταστάθηκαν στην Μακεδονία την περίοδο 1913-1918 ανέρχονταν περίπου σε 147.258 άτομα που αντιστοιχούσαν σε 36.411 οικογένειες.

Μετά την Αυστροουγγρική και τη βουλγαρική επίθεση εναντίον της Σερβίας τον Οκτώβριο του 1915 και την κατάρρευση της σερβικής αντίστασης, κύμα Σέρβων προσφύγων κατευθύνθηκε προς τα νότια της χώρας. Ένας κλάδος πορεύτηκε προς την Κέρκυρα ακολουθώντας τον στρατό του και ένα άλλο τμήμα, μεγαλύτερο του πρώτου, κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλονίκη. Εγκαταστάθηκαν σε στρατόπεδα προσφύγων της πόλης και στην ευρύτερη περιοχή της. Μικρό μέρος βρέθηκε και στα χωριά του Ν. Κιλκίς. Μετά τον πόλεμο η συντριπτική τους πλειοψηφία επέστρεψε στη χώρα του.

Από τον Οκτώβριο του 1912 ως και το 1924 η Μακεδονία δέχθηκε δεκαεπτά μεταναστευτικά ρεύματα υπολογίζοντας κανείς σε εκείνους που ήρθαν και εκείνους που έφυγαν. Υπήρξε μια αληθινή παλίρροια εθνών που έριχνε ανθρώπινα κύματα από την μια ακτή του Αιγαίου στην άλλη.

Μαρτυρία για το Κιλκίς
Για τους πρόσφυγες στο Κιλκίς κατά τον Α΄ ΠΠ έχουμε τη γραπτή μαρτυρία του Αριστείδη Χ. Λευκίδη:
…… Τον Αύγουστο του 1913 οι ομογενείς πρόσφυγες της Στρώμνιτσας εγκαταστάθηκαν στην πόλη του Κιλκίς. Απ΄ αυτού, άλλοι εγκαταστάθηκαν στον τουρκομαχαλά, άλλοι στον Φραγκομαχαλά και άλλοι στις δύο καπναποθήκες που διασώθηκαν από την πυρκαγιά. Με την έλευση και την εγκατάσταση των Στρωμνιτσιωτών προσφύγων, στάλθηκαν στο Κιλκίς και υπάλληλοι δημοσίων υπηρεσιών με επικεφαλής τον Υποδιοικητή που αντιστοιχούσε στο τούρκικο αξίωμα του καϊμακάμη. Οι δημόσιες υπηρεσίες εγκαταστάθηκαν στο διασωθέν Διοικητήριο. …….

…….. Για την αντιμετώπιση των στεγαστικών αναγκών των Στρωμνιτσιωτών προσφύγων η τότε κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου εξουσιοδότησε το Γεωργικό Θεσσαλικό Ταμείο, που είχε την έδρα του στη Λάρισα, να κατασκευάσει σε χρόνο ρεκόρ τριακόσια (300) ισόγεια σπίτια, το κτίσιμο των οποίων περατώθηκε το 1914, σε ελεύθερους χώρους (χωράφια) στη δυτική πλευρά της πυρπολημένης πολύς. ……
…. Τον Αύγουστο του 1914 κηρύσσεται ο πρώτος Ευρωπαϊκός (παγκόσμιος) πόλεμος και νέο κύμα προσφύγων ξεσπά και πλημμυρίζει τον ελληνικό χώρο. Στο Κιλκίς καταφθάνουν πρόσφυγες από τον Άκαλαν, από το Γιασίκιοϊ (Ίασμος) της Ξάνθης, από την Ανατολική Θράκη και από τον μακρινό Καύκασο, την επαρχία Καρς. Οι πέντε αυτές ομάδες των προσφύγων βολεύονται σε διασωθέντα του τουρκομαχαλά και Φραγκομαχαλά και στις τρεις συνοικίες των τριακοσίων περίπου σπιτιών που κτίστηκαν από το Γεωργικό Θεσσαλικό Ταμείο…….

… Οι πρόσφυγες κάτοικοι του Κιλκίς, χωρίς να συνέλθουν ακόμη από την προσφυγοποίησή τους, δοκιμάζουν την έκπληξη μιας επικείμενης δημιουργίας πολεμικού μετώπου της Ευρωπαϊκής σύρραξης. Προς το τέλος του φθινοπώρου του 1915 οι Αγγλογάλλοι παραβιάζουν την ουδετερότητα της Ελλάδας και αποβιβάζουν στη Θεσσαλονίκη συμμαχικά στρατεύματα με σκοπό να δημιουργήσουν το Μακεδονικό Μέτωπο κατά μήκος των ελληνικών συνόρων ………..

Σχολείο Προσφύγων στη Μακεδονία (Πηγή, ΚΙΘ)

Σχολείο Προσφύγων στη Μακεδονία (Πηγή, ΚΙΘ)

Το 1913 στην περιοχή της επαρχία Γουμενίσσης εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Γευγελή, κυρίως στην Αξιούπολη, και από τη Θράκη στους διάφορους οικισμούς. Δεν έλειπαν οι συγκρούσεις μεταξύ παλαιών και νέων κατοίκων. Για παράδειγμα η Υποδιοίκηση Γιαννιτσών ανέφερε στην Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, πως στο χωριό Ασικλάρ (Ευρωπό) στις 16-4-1914πρόσφυγες επιτέθηκαν κατά των Οθωμανών κατοίκων του χωριού και προκλήθηκαν επεισόδια, τα οποία κατέστειλε η Αστυνομία.

Μετά τη μαρτυρία του Αρ. Λευκίδη για το Κιλκίς για την περιοχή της Παιονίας έχουμε τη μαρτρία του γνωστού λογοτέχνη και μεγάλου ευεργέτη της Θεσσαλονίκης Γ. Βαφόπουλου. Έγραψε σχετικά:

Μια νύχτα ξαφνικά μας ξύπνησαν, εμένα και το Σωκράτη, και μας έντυσαν βιαστικά. Στην αυλή κάποιος περίμενε. Μας είπαν να μη φοβόμαστε. Και αφού ο πατέρας μου μας φίλησε και η μητέρα μου μας έσφιξε τρυφερά στην αγκαλιά της, βρέχοντας τα μάγουλά μας με δάκρυα, μας παρέδωσε στον άγνωστο που περίμενε … .

Στη νέα πατρίδα
Στο Μαγιαδάγ (Φανός Παιονίας) είχε πάρει ο θείος μου τη μικρότερη αδελφή του, τη θεία μου Αναστασία, Αυτή τώρα είχε μπεί στη θέση της μητέρας μου, μ΄ όλο που δεν ήταν ακόμα δεκαοχτώ χρονών. Εκεί βρήκαμε και άλλες ελληνικές οικογένειες από τη Γευγελή. Και κάθε μέρα διασχίζαμε το τούρκικο νεκροταφείο κι αναβαίναμε σ΄ ένα ύψωμα κι αγναντεύαμε τη Γευγελή, την αγαπημένη πατρίδα, που κρατούσε όλους εκείνους που ήταν δεμένοι με την καρδιά της. …. .

Στο Μαγιαδάγ δε λειτουργούσε ελληνικό σχολείο. Ή για νάμαι πιο κοντά στα πράγματα, κάποιος δάσκαλος από τη Γευγελή, ο Ιωάννης Ξανθός, μάζευε σ΄ ένα δωμάτιο κάμποσα μικρά παιδιά και τους μάθαινε ιστορίες και τραγούδια. Και σα φυσική συνέπεια ήταν να χάσω άλλη μια χρονιά από το σχολείο μου. Την πρώτη στους βαλκανικούς πολέμους, 1912-13, και τη δεύτερη τώρα, 1914-15. Όμως η εκπαίδευσή μου δεν είχε σταματήσει εντελώς. Κατάφερα να μάθω τα τούρκικα, παίζοντας με τα μικρά παιδιά των αγάδων. …

Τώρα στο Μαγιαδάγ κάμναμε μια ζωή εργένηδων. Έτρεχα ασύδοτος στα βουνά, σκαρφάλωνα στους βράχους και το βράδυ ξεφύλλιζα τον «Παρνασσό» και τα άλλα εικονογραφημένα περιοδικά που έφερνε ο πατέρας ( ο οποίος εντωμεταξύ με περιπετειώδη τρόπο ήρθε στο χωριό μέσω Ειδομένης). Ήξερα από τις εικόνες πως ο πρώτος αρχιστράτηγος του Γαλλικού στρατού λεγόταν Ζόφφρ, θαύμαζα τις φωτογραφίες του Κλεμανσώ και του Λόυδ Τζώρτζ και περιεργαζόμουν τις στολές των Γερμανών Ουλάνων, με τον οβελίσκο στο κράνος και το μακρύ δόρυ. Είχα γίνει σχεδόν εμπειρογνώμονας του μεγάλου εκείνου πολέμου, που γινόταν στα γαλλογερμανικά σύνορα….

Μετακίνηση της προσφυγιάς…….
Το χειμώνα του 1915 είχεν έρθει η είδηση, πως στη Θεσσαλονίκη άρχισαν να καταφθάνουν τα στρατεύματα της Αντάντ: Γάλλοι, Εγγλέζοι, Ιταλοί και όλα τα χρώματα των αποικιών. Οι Γάλλοι είχαν προωθηθεί ως το Ισβορο (Πηγή), εκεί κοντά στη Βοέμιτσα, τη σημερινή Αξιούπολη, δεκαπέντε τουλάχιστον χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορα.

Η ουδετερότητα ακόμη της Ελλάδας, δεν τους επέτρεπε να πλησιάζουν περισσότερο, γιατί στην άλλη μεριά των συνόρων είχαν ήδη φθάσει οι Γερμανοί με τους Βουλγάρους. Ωστόσο στο Μαγιαδάγ ερχόντουσαν κάποτε Γάλλοι, για να ψωνίσουν αυγά, κότες και κρασί. Έτσι τώρα εμείς βρισκόμασταν σε μια ζώνη ουδέτερη, ανάμεσα στους δύο μεγάλους αντιπάλους του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. ….

Η αρχή του πολέμου στο Μακεδονικό Μέτωπο
Ήταν 5 Μαρτίου 1916, με το παλιό ημερολόγιο. Η πρώτη μέρα που άνοιξε το μακεδονικό μέτωπο κι έφερε σε σύγκρουση τα στρατεύματα της Αντάντ με τις στρατιές του Κάιζερ, του Φραγκίσκου Ιωσήφ και του μικρού τσάρου Φερδινάνδου. Και βγήκε την ίδια ημέρα διαταγή να αδειάσει το χωριό. Ο πόλεμος είχε πια αρχίσει. Με λίγους πυροβολισμούς στην αρχή, με φωτιές κανονιών κατόπι, για να προχωρήσει, αργότερα, στη μεγάλη φονική μάχη του Σκρα….

Στη Γουμένισσα μέσω Αξιούπολης

Φορτώσαμε τα λίγα υπάρχοντά μας σε γαϊδουράκια και ξεκινήσαμε. .. Σταματήσαμε στη Βοέμιτσα. Μας φιλοξένησε ένας από τους πολλούς σηροτροφικούς πράκτορες του πατέρα μου. Και την άλλη μέρα, με δύο κάρα, ξεκινήσαμε για τη Γουμένισσα. Εκεί βρισκόταν η μεγάλη θεία μου Ζωή, που διηύθυνε το δημοτικό σχολείο θηλέων. … φθάσαμε στη Γουμένισσα, σέρνοντας πίσω μας, μαζί με την απόγνωση και τη μόνιμη πια προσφυγιά μας…….

Εσωτερικές μετακινήσεις

Και οι κάτοικοι των οικισμών που βρέθηκαν στην εμπόλεμη περιοχή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις ασχολίες τους και να μετακομίσουν σε πλησιέστερα κέντρα για λόγους ασφάλειας. Είχαμε μετακινήσεις των κατοίκων των χωριών των ορεινών όγκων του Μπέλες, των Κρουσίων και του Πάικου.

Οι κάτοικοι των χωριών Σκρα, Ειδομένης, Χαμηλού, Δογάνη και άλλων κατευθύνθηκαν προς τις κωμοπόλεις και τα χωριά του κάμπου. Άλλοι κατέφυγαν και έστησαν προσωρινούς καταυλισμούς κοντά στα ελληνικά και συμμαχικά στρατόπεδα.

Εκεί αισθάνονταν ασφαλείς και μπορούσαν να επιβλέπουν την περιουσία τους και να καλλιεργούν τα κτήματά τους κατά την μακρά εμπόλεμη περίοδο. Οι κάτοικοι του Πολυκάστρου και των γύρω οικισμών μετακινήθηκαν νοτιότερα.

Στη Γουμένισσα κατέφυγαν κυρίως οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι των χωριών Φανού και Πλαγίων, ζητώντας προστασία από τις εκεί ελληνικές και συμμαχικές αρχές.

Γυναικόπαιδα κατέκλυσαν την κεντρική πλατεία της κωμόπολης και στρατοπέδευσαν εκεί. Σταδιακά φιλοξενήθηκαν σε σπίτια γνωστών τους χριστιανών και σε δημόσια καταλύματα.

Από τη Στρώμνιτσα μετακινήθηκαν αρκετές οικογένειες στην περιοχή Βαφιοχωρίου Πολυκάστρου, όπου παρέμειναν όλη την εμπόλεμη περίοδο. Με τη λήξη του πολέμου, το φθινόπωρο του 1918, επέστρεψαν στην πόλη τους.

Οι μετακινήσεις ήταν συχνές και επίπονες με επιπτώσεις στην υγεία, την οικονομία και τη γενικότερη λειτουργία των κατοίκων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Νικ. Ανδριώτης, «Οι πρώτοι πρόσφυγες», στο Η Ελλάδα 1910-1920, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ Επτά Ημέρες 24-10-1999, σ. 16-17.
Θαν. Βαφειάδης, Το χρονικό του Κιλκίς 1913-1940, τ. Α΄και Β΄, Κιλκίς 2013. Α. Α. Πάλλης, Στατιστική μελέτη περί των φυλετικών μεταναστεύσεων Μακεδονίας και Θράκης κατά την περίοδο 1912-1924, Αθήναι 1925, σ. 5.
Σπ. Λαζαρίδης, Από το Βαρδάρι ως το Δερβένι, ιστορική καταγραφή μέχρι το 1920, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 77 – 84.
Αριστ. Λευκίδης, Το Κιλκίς και η επαρχία του, Κιλκίς 1990, σ. 8-11.
Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας/ΓΔΜ/φ. 78β, σ. 4.
Γεωρ. Βαφόπουλος, Σελίδες αυτοβιογραφίας, τ. Α΄., Αθήνα 1970, σ. 97-114..
Φωτογραφικό Αρχείο Γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού

Περισσότερα
Δείτε ακόμα