Αρθρογραφία

Λεωνίδας Ιασωνίδης: Ο έντιμος, ο αληθινός, ο αγωνιστής πολιτικός

Ο Λεωνίδας Ιασονίδης γεννήθηκε το 1884 στην Πουλαντζάκη του Πόντου, όπου μεγάλωσε και διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα. Κατόπιν φοίτησε στο ημιγυμνάσιο της Κερασούντας και στο «Φροντιστήριο της Τραπεζούντας», από όπου κι αποφοίτησε ως αριστούχος. Κατόπιν σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, από όπου αποφοίτησε το 1912, με πτυχιακό βαθμό «αλί ουλ άλιε», δηλαδή «άριστος των αρίστων».
Ο πρύτανης του πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, τού πρότεινε κρατική υποτροφία, αλλά ο Ιασονίδης αρνήθηκε, γιατί δεν ήθελε καμία οικονομική δέσμευση με το οθωμανικό Πανεπιστήμιο και τη φιλελεύθερη κυβέρνηση του Κιαμίλ πασά. Ευχαριστώντας τον πρύτανη, για την τιμή, τον παρακάλεσε να δοθεί η υποτροφία σε Τούρκο συμφοιτητή του, επειδή ο ίδιος ήταν σε θέση να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου έγινε διδάκτωρ της νομικής σχολής το 1915.
Το 1914 ο Οικουμενικός Πατριάρχης προτείνει στον Λεωνίδα Ιασονίδη να θέσει βουλευτική υποψηφιότητα στο νομό Τραπεζούντας, αλλά αυτός αρνείται. Δύο χρόνια μετά πηγαίνει στην ομόθρησκη Ρωσία, όπου ζούσαν πεντακόσιες χιλιάδες Έλληνες ποντιακής καταγωγής. Τον Μάρτιο του 1920 μαζί με τον Κ. Λαζαρίδη επισκέφθηκαν το Καρς, ως αντιπρόσωποι της Εθνοσυνέλευσης του Βατούμ, για να συσπειρώσουν τους δεινοπαθούντες Έλληνες της περιοχής.
Το 1921 καταδικάζεται ερήμην σε θάνατο από το κεμαλικό στρατοδικείο της Αμάσειας, μαζί με όλη την οικονομική, πνευματική, θρησκευτική και πολιτική διανόηση του Ποντιακού Ελληνισμού. Η συνεχιζόμενη κεμαλική γενοκτονία σε όλο τον Πόντο αναγκάζει τον Λεωνίδα Ιασονίδη, αλλά και όλη την ποντιακή ηγεσία της Κωνσταντινούπολης, να καταφύγουν σε ποικίλες εκδηλώσεις διαμαρτυριών για τη διεθνοποίηση του προβλήματος και τον ξεσηκωμό της διεθνούς κοινής γνώμης.
Στις 24 Απριλίου 1922 στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου του Γαλατά της Κωνσταντινούπολης εκφωνεί τον ιστορικό επιμνημόσυνο λόγο υπέρ των σφαγιασθέντων Ποντίων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώπιον του Πατριάρχη Μελετίου Μεταξάκη, αρχίζοντας με τα εξής αξιομνημόνευτα: «Μελανίστιος εκ πένθους η Αργώ παραπλέει του Πόντου τας ακτάς, ρίπτει την λύραν ο Ορφεύς, ο δε Ιάσων στηρίζων περίλυπος την κεφαλήν του επί του πηδαλίου της ολκάδος, χύνει δάκρυ θαλερόν». Και παρακάτω: «Οι Πόντιοι εζήτησαν άρτον και έλαβον πέτραν, εζήτησαν ιχθύν και έλαβον όφιν, εζήτησαν την ζωήν και έλαβον τον θάνατον, εζήτησαν την ελευθερίαν και έλαβον την δουλείαν, αρχάγγελον εζήτησαν και δαίμων τοις εστάλη, βοήθειαν εζήτησαν και νώτα τοις εστράφησαν… Υπέρ τούτων, υπέρ των μυριάδων τούτων Νεομαρτύρων, τω ξίφει και πυρί και πείνη και ασθενεία και γυμνώσει..τοις μεσογείοις, εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της Γης και εν θαλάσσαις και ποταμοίς τελειωθέντων πατέρων και αδερφών ημών ετελέσθη το μνημόσυνον τούτο.».
Αυτόπτης μάρτυρας της μεγάλης προσφυγικής συμφοράς ο Ιασονίδης δεν έμεινε απαθής, αλλά αντέδρασε ακαριαία. Παροιμιώδες έμεινε το τηλεγράφημα που έστειλε στον αρχηγό της επανάστασης, Νικόλαο Πλαστήρα, και τον Ελευθέριο Βενιζέλο: «Εις τας κορυφάς του Ολύμπου θεοί ευωχούνται και εις τας υπωρείας αυτού πρόσφυγες λιμού απόλλυνται».
Στις 2 Ιανουαρίου 1924 ορκίσθηκε πληρεξούσιος βουλευτής Θεσσαλονίκης στη Δ΄ Συντακτική Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων. Σε όλη του τη ζωή αφιερώθηκε στην αποκατάσταση των προσφύγων και στην προστασία της φτωχολογιάς. Έζησε πάντα στην πρώτη γραμμή, ανάμεσα στη δόξα και τις καλύβες των προσφύγων.
«Το 1924 είναι η δυσκολότερη περίοδος της προσφυγιάς. Διακόσιες οικογένειες από το Βεζίνκιοϊ του Καυκάσου, ύστερα από πολύμηνες ταλαιπωρίες και τον αποδεκατισμό που υπέστησαν στην Χαλκίδα, όπου τους έριξε η μοίρα, μετά τον επαναπατρισμό τους, πέτυχαν και πήραν την άδεια να εγκατασταθούν στο αγρόκτημα του Γιάννες (Μεταλλικό Κιλκίς), που ήταν υπό απαλλοτρίωση. Αυτό, όμως, δεν άρεσε τον ιδιοκτήτη του αγροκτήματος, που στην αγροικία αυτή είχε τις εγκαταστάσεις του. ..Η αντιδικία ανάμεσα στους πρόσφυγες και τον ιδιοκτήτη εξελίχθηκε σε απηνή πόλεμο εγγράφων και κατέληξε σε διαταγή προς τις Αρχές του Κιλκίς, σύμφωνα με την οποία καλούνταν να διαλύσουν με βία τις προσφυγικές εγκαταστάσεις.
Η αντιδικία μεταφέρθηκε κατόπιν στη Θεσσαλονίκη, στο Γενικό Διευθυντή Εποικισμού τον Αδοσίδη. Η μεροληψία υπέρ του ιδιοκτήτη ήταν καταφανής. Αργότερα πληροφορηθήκαμε ότι ήταν συγγενής του, λέει ο Επαμεινώνδας Σωτηριάδης. Έτσι, όταν ο Αδοσίδης οργισμένος δήλωσε στο γραφείο του ότι θα στείλει στρατό με λόγχες και θα διαλύσει τον συνοικισμό, έλαβε από τον Ιασονίδη της εξής απάντηση: «Εσύ θα στείλης Ελληνικάς λόγχας να διαλύσης προσφυγικόν συνοικισμόν; Έξω, ανάξιε!» Και αφού τον άρπαξε από τον γιακά τον έβγαλε έξω, σπρώχνοντάς τον στη σκάλα. Οι υπηρεσίες του Εποικισμού αναστατώθηκαν. Οι βουλευτές και οι βουλευτές αναχώρησαν αυθημερόν στην Αθήνα, όπου ο τελευταίος παραιτήθηκε και δεν επανήλθε στη θέση του. Ο συνοικισμός παρέμεινε εκεί που ήθελαν οι κάτοικοι, σ’ έναν χώρο υγιεινό, κατάφυτο και με πηγαίο πόσιμο, μεταλλικό νερό. (Επαμ. Σωτηριάδης Λεωνίδας Ιασονίδης, Σωματείο «Παναγία Σουμελά» Θεσσαλονίκη 1983).
Το 1927 ο Λ. Ιασονίδης με νωπά ακόμη τα δεινά της προσφυγιάς, μαζί με άλλες φωτισμένες ποντιακές φυσιογνωμίες, που συναισθάνονταν επιτακτική την ανάγκη για τη διάσωση της ιστορίας, του λαϊκού πολιτισμού και της αιωνόβιας παράδοσης του Ποντιακού Ελληνισμού, ίδρυσαν την «Επιτροπή Ποντιακών Μελετών», την κορυφαία επιστημονική οργάνωση των Ποντίων, στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας συμμετείχε ο ίδιος επί πολλά χρόνια.
Επίσης, ήταν ιδρυτικό μέλος της «Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης» με ουσιαστική προσφορά στο έργο της και την επίτευξη των σκοπών της. Επί υπουργίας του παραχωρήθηκε στον Σύλλογο Ποντίων «Αργοναύται – Κομνηνοί» το οικόπεδο, όπου τώρα δεσπόζει το μεγαλοπρεπές κτήριο του Συλλόγου.
Ουσιαστική ήταν η συμμετοχή του Λ. Ιασονίδη στη μεταφορά της εικόνας της Παναγίας Σουμελά από το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, το γνωστό μετόχι του ιστορικού μοναστηριού, στο οποίο ήταν κρυμμένη από τους μοναχούς πριν από την έξοδο, στο βυζαντινό Μουσείο Αθηνών ως το 1951, ώσπου στήθηκε ο θρόνος της στα υψώματα της Καστανιάς στο Βέρμιο. Το τοπογραφικό των 500 στρεμμάτων το έκανε δωρεάν ο τοπογράφος μηχανικός Δημοσθένης Ξιφιλίνος το 1952, συγγενής του δασκάλου Κώστα Ξιφιλίνου, από το Χωρύγι.
Το 1931 ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού, σε ανταπόδοση της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, επισκέφθηκε την Αθήνα. Ο Ελ. Βενιζέλος παρακάλεσε τον Ιασονίδη να προσφωνήσει τον Τούρκο πρωθυπουργό στην τουρκική γλώσσα. Ο Λ. Ιασονίδης εκφώνησε τότε έναν από τους λαμπρότερους λόγους σε άπταιστη τουρκική φιλολογική γλώσσα. Με τη γνωστή γλαφυρή ευγλωττία του καταγοήτευσε τον Τούρκο πρωθυπουργό, ο οποίος απευθυνόμενος στο Βενιζέλο εξέφρασε την κατάπληξή του λέγοντας ότι ο Ιασονίδης τον ξεπέρασε στα τουρκικά. Ο Ισμέτ Ινονού ενθουσιάστηκε πολύ και ρώτησε τον Ιασονίδη, αν έχει καμιά επιθυμία από την πατρίδα του, τον Πόντο, για να την ικανοποιήσει. Ο Ιασονίδης, ορμώμενος από τα πατριωτικά και θρησκευτικά του αισθήματα, ζήτησε την άδεια για τη μεταφορά της ιστορικής εικόνας της Παναγίας Σουμελά, από τον Πόντο στην Ελλάδα. Ο Τούρκος πρωθυπουργός έδωσε την άδεια και ο βαθύς πόθος του αείμνηστου Ιασονίδη και όλων των Ποντίων ικανοποιήθηκε.
Το 1932, ενώ ήταν υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας, δύο αδέρφια, οι Σκαλτσογιάννηδες, κίνησαν γη και ουρανό για να γίνει άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης μιας μεγάλης έκτασης επί της Λεωφόρου Συγγρού. Η άρνηση του Ιασονίδη στις απαιτήσεις τους, οδήγησε τους δύο αδερφούς να πάνε στο γραφείο του αρχηγού της Επανάστασης Νικολάου Πλαστήρα, ο οποίος στη συνέχεια επισκέφθηκε το Λ. Ιασονίδη στο υπουργείο του, ζητώντας του την άρση της απαλλοτρίωσης. Η απάντηση του Ιασονίδη ήταν η εξής: «Αρχηγέ μου αυτήν την στιγμήν διατάξατέ με να απέλθω του Υπουργικού μου θώκου παρά να αρθεί η απαλλοτρίωσις αύτη, διότι η απαλλοτρίωσις επιβάλλεται την στιγμήν αυτήν κατά την οποίαν 1.500 οικογένειαι προσφύγων δεινοπαθούν από τα πισσόχαρτα και τας λαμαρίνας εν καιρώ ιδία χειμώνος και υπό τας πλέον ανθυγιεινάς συνθήκας». Μετά τη λακωνική αυτή απάντηση, κοιτάζοντας κατάματα τον υπουργό του ο Πλαστήρας είπε: «Ας θεωρηθεί ότι δεν σας επισκέφθην». Δίκαια, επομένως, Ιασονίδης θεωρείται ως σήμερα ο Πατριάρχης και προστάτης όλων των προσφύγων, ο πιο αγαπημένος εκπρόσωπος των Ποντίων. Υπήρξε τίμιος, αλτρουιστής και πραγματικός αγωνιστής των αιτημάτων των προσφύγων. Αγωνιζόταν για να βρουν το δικό τους δρόμο στην κατεστραμμένη Ελλάδα. Είναι παροιμιώδης η φράση του: «παμπροσφυγικέ λαέ, σύρον την ρομφαίαν σου, κόψον και κατάκοψον τους εντοπίους σου και διάνειμον τας γαίας».
Η δικτατορία του Ι. Μεταξά οδήγησε το Λ. Ιασονίδη στις φυλακές του Ωρωπού, αφού τον καταδίκασε σε κάθειρξη οκτώ ετών. Το Μάιο του 1939, σε ηλικία 55 ετών, αναχώρησε στην Αγγλία για σπουδές, επειδή το πολιτικό κλίμα της Ελλάδας δεν τον εξέφραζε. Για μια εξαετία παρακολούθησε μαθήματα στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Λονδίνου.
Ο αείμνηστος βουλευτής του νομού Κιλκίς, Δημοσθένης Παπαδόπουλος, στο φιλολογικό μνημόσυνο που έγινε στη μνήμη του Λ. Ιασονίδη, μιλώντας στην αίθουσα Φίλωνα Κτενίδη, στο Πνευματικό Κέντρο Παναγία Σουμελά, στις 10 Απριλίου 1976 είπε μεταξύ άλλων: «Σωστοί άνθρωποι με σωστές ιδέες κάνουν σωστή πολιτική. Αυτό είναι το Ιασονίδειο θεώρημα του ανθρώπου και του πολιτικού, που στη δήλωσή του «πόθεν έσχες», αν ζούσε, θα δήλωνε: «Ουδέν ουδαμόθεν έσχον». (Ποντιακή Εστία, τεύχος 10, έτος 1976).
Ο Ιασονίδης στη συνείδηση του κόσμου έμεινε ως ο καλύτερος υπουργός προνοίας, που ενδιαφέρθηκε για την αποκατάσταση των προσφύγων. Σε άρθρο του με τον τίτλο «Ο Πόντος» στην Ποντιακή Εστία το 1954 ο Λ. Ιασονίδης έγραφε: «Ουδέποτε λησμονώ τον Πόντον του οποίου είμαι γέννημα και θρέμμα και, όπως έλεγα κάποτε από του βήματος της βουλής, θα αποθάνω νοσταλγός, θα αποθάνω πρόσφυξ, θα αποθάνω Πόντιος.
Αλησμόνητη μένει η ομιλία – προσευχή του την Κυριακή 5-5-1946, στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης, όπου αναφερόμενος στον Πόντο κλείνει λέγοντας: «Ηρώων και μαρτύρων Συ εγένου γεννήτωρ, δι’ ό και ύμνον Σοι αναπέμπομεν και όρκον δίδομεν πίστεως: Ξηρανθήτω ημίν ο λάρυγξ εάν επιλαθώμεθά σου ω Πάτριος Ποντία γη».

Περισσότερα
Δείτε ακόμα