Οικονομία

Εξωδικαστικός συμβιβασμός

Γράφει ο Πολύκαρπος Βασιλειάδης*

Γράφει ο Πολύκαρπος Βασιλειάδης*

Έχουν περάσει αισίως πέντε μήνες από τότε που ξεκίνησαν για πρώτη φορά να ανατίθενται στους Συντονιστές του νόμου 4469/2017 (εξωδικαστικός συμβιβασμός) υποθέσεις υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, οι οποίες με τις κατά γενική ομολογία ευνοϊκές διατάξεις του νόμου, επιθυμούν να ανασυγκροτηθούν οικονομικά, διευθετώντας τις οφειλές τους και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις επιδιώκοντας και κούρεμα αυτών.

Δυστυχώς, μια σημαντική μερίδα επιχειρήσεων, και ειδικά ατομικών επιχειρήσεων, θεώρησαν τον νόμο μία εφαρμογή αυτοματοποιημένης ρύθμισης οφειλών.

Η αλήθεια όμως είναι εντελώς διαφορετική, κάτι το οποίο ο γράφων έχει τονίσει από τις πρώτες κιόλας ημέρες εφαρμογής του νόμου, αναφέροντας τη χρησιμότητα που θα έχει για την επιτυχία μιας αίτησης η συνδρομή ενός εμπειρογνώμονα ο οποίος θα συνέτασσε μελέτη βιωσιμότητας της οφειλέτριας επιχείρησης.

Αρκετές επιχειρήσεις, κυρίως αυτές με χαμηλό ύψος συνόλου οφειλών και κυρίως επιχειρήσεις με οφειλές αποκλειστικά προς το Δημόσιο, θεωρούν ότι μπορούν να πετύχουν αυτοματοποιημένο αποτέλεσμα χωρίς να προχωρήσουν στην κατάλληλη οικονομική ανάλυση της θέσης της εταιρείας, ούτε της μελλοντικής της πορείας σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου.

Ο νόμος 4469/2017 θέτει συγκεκριμένο πλαίσιο εντός του οποίου είτε το Δημόσιο είτε οποιοσδήποτε άλλος πιστωτής μπορεί να κινηθεί για να διευθετήσει μια οφειλή. Οπότε, είναι εσφαλμένη η εντύπωση πως πρέπει να θεωρείται δεδομένη η συναίνεση των πιστωτών για κατανομή της οφειλής στον μέγιστο αριθμό δόσεων απλά και μόνο επειδή το αιτείται ο οφειλέτης.

Τόσο το Δημόσιο όσο και οι λοιποί πιστωτές (τράπεζες και ιδιώτες) εξαντλούν τις δυνατότητες που του δίνει ο νόμος και δεν προχωρούν σε άνευ κριτηρίων αποδοχή των προτάσεων των οφειλετών για επιμερισμό των οφειλών τους σε δόσεις.

Πέραν των κριτηρίων για την ένταξη ενός οφειλέτη στον εξωδικαστικό μηχανισμό και του συνόλου των δικαιολογητικών που απαιτούνται, η αίτηση ενός οφειλέτη θα πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύεται από εμπεριστατωμένη μελέτη σκοπιμότητας (βιωσιμότητας) καθώς και τεκμηριωμένο πλάνο αναδιάρθρωσης και αποπληρωμών που πρέπει να συμπεριλαμβάνει τα εξής:

1) βασικά συμπεράσματα σχετικά με τη βιωσιμότητα της επιχείρησης του οφειλέτη, με την καθαρή αξία της και την αξία ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων της

2) την αξία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, των συνοφειλετών ή εγγυητών που έχουν υποβάλει την αίτηση από κοινού με τον οφειλέτη,

3) το ποσό που προτείνεται να καταβάλει ο οφειλέτης για την αποπληρωμή των οφειλών του, καθώς και το ποσό που προτείνεται να καταβάλουν οι συνοφειλέτες που έχουν συνυποβάλει αίτηση

4) το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρωθεί σε κάθε πιστωτή με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, κατ’ εφαρμογή των υποχρεωτικών κανόνων του άρθρου 9 και του άρθρου 15 (νόμος 4469/2017), βάσει συνημμένου πίνακα κατάταξης.
Όποιος έχει προχωρήσει σε υποβολή αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία αυτή, θα έχει παρατηρήσει ότι το σύστημα δεν απαιτεί την επισύναψη αρχείου με την περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη.

Παρότι ο νόμος προβλέπει ότι το αρχείο αυτό είναι απαραίτητο, στην πράξη η πλατφόρμα του εξωδικαστικού δεν το κάνει απαιτητό διότι το Δημόσιο (στις περιπτώσεις που πιστωτής είναι μόνο το Δημόσιο) έχει τα στοιχεία αυτά έτσι και αλλιώς στην κατοχή του αυτόματα από την ΑΑΔΕ. Παρόλα αυτά, έχει παρατηρηθεί στην πράξη πως και σε περιπτώσεις οφειλετών με αποκλειστικό πιστωτή το Δημόσιο, η ίδια η ΑΑΔΕ ζητά να προσκομισθούν επιπλέον έγγραφα – δικαιολογητικά.

Οι οικονομικοί αυτοί δείκτες και πίνακες δεν είναι στοιχεία τα οποία ένας επιχειρηματίας είναι σε θέση να παράσχει μόνος του, εφόσον δεν διαθέτει την κατάλληλη εξειδικευμένη γνώση. Μπορεί σε περιπτώσεις όπου είναι προαιρετική η χρήση μελέτης και να μην ζητηθεί η προσκόμιση τέτοιας έκθεσης, όμως το αίτημα που υποβάλλεται, για να πληροί άρτια τις απαιτήσεις του νόμου και να έχει σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας, πρέπει να συμπληρωθεί ωσάν να συμμετείχε εμπειρογνώμονας στη διαδικασία.

Ειδικά για το Δημόσιο ή το ευρύτερο δημόσιο νέα απλοποιημένη διαδικασία: Επειδή σημαντικός αριθμός των οφειλετών, ειδικά των ατομικών επιχειρήσεων με οφειλές μόνο προς Δημόσιο, δεν συγκέντρωνε μεγάλα ποσά οφειλών προς ρύθμιση, θεσπίστηκε η εγκύκλιος Κ.Υ.Α. αριθμ. 130060/2017 με την οποία καθορίστηκε μια απλοποιημένη διαδικασία για οφειλές που δεν ξεπερνούν συνολικά τα πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000,00 €).

Η απλοποιημένη αυτή διαδικασία για οφειλές έως 50.000 ευρώ μας οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα στο οποίο καταλήξαμε και στην αρχή του άρθρου μας. Ότι το Δημόσιο δεν συμμετέχει απλά για τυπικούς λόγους στην διαδικασία εγκρίνοντας ό,τι προτείνει ο κάθε οφειλέτης αλλά αντ’ αυτού απαιτείται από τον οφειλέτη τεκμηριωμένη προσέγγιση που να καλύπτει τις απαιτήσεις του νόμου. π.χ. εφόσον οφειλέτης έχει προσωπική περιουσία 25 φορές μεγαλύτερη από την προς ρύθμιση οφειλή (π.χ. λόγω ακίνητης περιουσίας ή λόγω επενδύσεων σε κινητές αξίες στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό) τότε το Δημόσιο αποκλείεται από το να εγκρίνει πρόταση αναδιάρθρωσης που εξασφαλίζει διαγραφή προστίμων και προσαυξήσεων με ποσοστά 95 και 85% αντίστοιχα και πλήρη διαγραφή τόκων ιδιωτών.

Ακόμη όμως και η περιουσία να είναι μικρότερη από το 25πλάσιο, πάλι το Δημόσιο διατηρεί τη δυνατότητα να απορρίψει τις διαγραφές που προτείνονται εφόσον δεν είναι μελετημένες και άρτια τεκμηριωμένες.

Ούτε το Δημόσιο ούτε οι Τράπεζες ούτε οι λοιποί πιστωτές δεν πρόκειται να παραχωρούν άκριτα σε διαγραφές προσαυξήσεων, προστίμων και κεφαλαίου κατά περίπτωση, ούτε και επιμήκυνση δόσεων εφόσον κάτι τέτοιο δεν δικαιολογείται και δεν τεκμηριώνεται από σχετικά στοιχεία βιωσιμότητας – σκοπιμότητας της επιχείρησης.

Δεν αρκεί η κάλυψη των ελάχιστων κριτηρίων επιλεξιμότητας προκειμένου ένας οφειλέτης να διεκδικήσει διαγραφές επί οφειλόμενων ποσών και επιμήκυνση αποπληρωμής. Οι πιστωτές θα κρίνουν ανά περίπτωση οφειλέτη και σύμφωνα με τα προσκομισθέντα οικονομικά στοιχεία, τις αναλύσεις και δείκτες βιωσιμότητας και ανάλογα θα αποφασίζουν.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα