Κοινωνία

Ένας χρόνος χωρίς τον πιστό υπηρέτη της ποντιακής παράδοσης Διογένη Αθανασιάδη

Του Ανέστη Πορφυρίδη

Ένα χρόνο μετά το θάνατο του αυθεντικού και ανεπιτήδευτου εκφραστή της ποντιακής παράδοσης Διογένη Αθανασιάδη.

«Έναν χρόνον χωρίς, εσεν άρχοντα Διογέν η τραγωδία ελέγει από πεσίμ εβγαίνει».

Τώρα που μπορούμε να μιλήσουμε για τον Διογένη, ο οποίος εξεδήμησε στον κόσμο των μακάρων πριν ένα χρόνο όχι κάτω απο την βασανιστική οδύνη της ξαφνικής πρόωρης απώλειας αλλά με την μελαγχολική νοσταλγία για τον αγαπημένο μας άνθρωπο και με αφορμή το χροναίο της Κυριακής ας γίνει μια μικρή αναφορά στην προσφορά του σ’αυτό που λέμε ποντιακή παράδοση.

Ο Διογένης ανήκει στην κατηγορία των ερασιτεχνών, οι οποίοι χωρίς να είναι επώνυμοι σ’ έναν καλλιτεχνικό χώρο, επηρέασαν με το ταλέντο τους και την βιοπρακτική τουε ένα μεγάλο μέρος αυτού.

Με την αυθεντική πηγαία και αυθόρμητη συμπεριφορά και έκφρασή του, με την ταυτότητα λόγων και έργων, δίδασκε καθημερινώς και χάρασσε πορεία. Μαχητικός, κεντριστικός, ο ενοχλητικός οίστρος για τους αποκλίνοντες μακράν του πλαισίου της παράδοσης είτε από υστεροβουλία είτε από αδυναμία «αυτούς που παίζουν με την λύρα «Ισπανία, Ουρουγουάη, Παραγουάη» όπως έλεγε.

Ο Διογένης δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικός.

Διαποτισμένος, και κουβαλώντας γονιδιακά αυτήν την μουσική (παππούς, πατέρας, αδερφός, λυράρηδες), γαλουχήθηκε παιδιόθεν με την ποντιακή λύρα (τα κλαρίνα δεν τα πολύ ήθελε). Αυτήν γνώριζε βαθιά, αυτήν ένιωθε ως τα μύχια της ψυχής του.

Από τα 15 του χρόνια οι παρέες του ήταν όλοι οι παλιοί λυράρηδες και μουχαμπετζήδες, μεσήλικοι και γέροντες.
Ερωτευμένος με την ποντιακή μουσική, κετέγραφε εύκολα τους θησαυρούς της: Στίχους, μουσική, τεχνοτροπία, λόγο, προφορά, άρθρωση, αφηγήσεις, ιστορίες παλιών. Δεν χόρταινες να τον ακούς.

Όλον αυτόν τον Πόντο τον μετέφερε και τον μετέδιδε καθημερινώς σε όλους εμάς με έναν φυσικό και αβίαστο τρόπο χωρίς ο ίδιος να αντιλαμβάνεται το σπουδαίο έργο που επιτελούσε στο «πολιτιστικό ηλεκτρολογείο του».

«Άτο κ’ έτονε μαγαζίν ούτε ηλεκτρολογείον, έτονε φροντιστήριον αρ’ όλων των Ποντίων».

Ποιοί δεν πέρασαν, δεν μορφώθηκαν και δεν πήραν «γεύση» Διογένη, είτε επρόκειτο για καλλιτέχνες είτε για απλούς συνδημότες και κοινωνούς της παρέας; Όλοι κάτι έπαιρναν. Διογένη, «ποίος απ’εσέν κ’εμαθεν ποι κ’ερχουσον εχάσεν το χρέος σας εποίκεσα λαφρέα να κοιμάσαι».

Ποιός δεν έκανε μουχαμπέτι με τον Διογένη από τους παλιούς λυράρηδες: Γώγος, Κουγιουμτζίδης, Ασλανίδης, αλλά και με όλους τους τοπικούς ερασιτέχνες με Στάθη Πορφυρίδη, Θύμιο Ξυμήτ και φυσικά με τον πατέρα του Ανέστη και τον αδερφό του Νίκο.

Πέρα από τα άτυπα ιδρυτικά μέλη στο «Στέκι Διογένης» όπως έμεινε: Ανέστης Πορφυρίδης, Παύλος Καλαϊτζίδης (Γερακαριό) Σταύρος Αντωνιάδης, Παυλάκης Δραμινός, Κώστας Παυλίδης, Τάσος Αμανατίδης κ.α. Ο κύκλος διευρύνθηκε και πέρασαν πάμπολλοι: Λαμπον Εφραιμίδης, Τάκης Σαχνινίδης (συχνοί θαμώνες) αμφότεροι συνεργάτες του «Πατριάρχη» Γώγου.

Ακολούθησαν οι Λάμπης Παντζίδης, Γιώτης Γαβριηλίδης, Ιορδάνης Χωλίδης (με τις θαυμάσιες αντιπαραθέσεις με τον Διογένη και τα συρσίματα των λίγων Κρώμνης-Σάντας) Κώστας Καραγιαννίδης, Θανάσης Στυλίδης, Μιχάλης Καραβέλας, Νίκος Σηματαρίδης και πόσοι άλλοι οι οποίοι ας με συγχωρήσουν που τους ξέχασα.

Και φυσικά πάντα παρόντες οι δυο πιστοί ακόλουθοι (θέλω να πιστέυω όχι έως σήμερα μόνο) της γραμμής Διογένη («απές σ’αυλάκ) Στάθης Πορφυρίδης και Δημητράκης Δαμιανίδης. Ο Διογένης μας λείπει όλους. Πρωτίστως και πολύ περισσότερο στην οικογένειά του.

Στην αγαπημένη μας κυρία Αρετή, που και αυτή με επισφαλή υγεία συμπαραστεκόταν και εδινε κουράγια στον αγαπημένο της σύντροφο. Λείπει απο την κόρη του Μαρία που έκανε τον δικό της αγώνα αν ελαφρύνει τον πόνο και να σώσει τον πατέρα της και θλίβεται που δεν τα κατάφερε.

«Θεού δουλειά» Μαρία μου. Δεν είναι στο χέρι σου. Λείπει στο γιο του τον Ανέστη που καθημερινώς τον είχε δίπλα του, ζούσε τη χαρα, τη λύπητου, «τα γουζωτα» τη Διογενη την αγάπη του, το χιούμορ, τα πάντα.

Λείπει από τον αδερφό του τον Νίκο όταν αυτός με την λύρα του και ο Διογένης με το τραγούδι κανανε εκείνο το φοβερό δίδυμο «τα παιδιά τον καλομύτ) Λείπει από τα εγγόνια του που υπεραγαπούσε, κι ας μην ήταν ιδιαίτερα εκδηλωτικός. Και τέλος λείπει από τον γαμπρό του τον Γιάννη στα χέρια του οποίου άφησε και την τελευταία του πνοή.

Για τους άλλους εμάς ήταν το «ψυχαγωγικό πολυεργαλείο», η ξεκούρασή μας, ο «ΟΚΑΝΑ» όπως λέγαμε: Κι είσαι καλά; Δέβα ένα βόλταν ση Διογένη και αμαν θα έρτε το κέφις.

«Ωχ. Εσέν κανείς πώς ν’ανασπαλ και πως να ταλανίζει η λαλίας σ’ωτίαμουν ακόμαν κνυδωνίζει

Για τοι νιφάδες έλεες τη ποπάδες κι’εφέκες για κάθαν έναν α’εμάς τραγωδίαν εθεκες».

Περισσότερα
Δείτε ακόμα