Αρθρογραφία

Ποιες δυνάμεις στάθηκαν ελληνοσώτειρες την περίοδο της Τουρκοκρατίας;

Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός

Πώς διασώθηκε ο λαός την περίοδο της Τουρκοκρατίας;

Ποιες δυνάμεις στάθηκαν ελληνοσώτειρες;

Πρώτον μας έσωσαν οι μάνες οι Ρωμιές που έστεκαν ολόρθες.

Απ’ όλα τα λαλούμενα / κάλλιο λαλεί η καμπάνα / κι από όλα τα μυρωδικά / κάλλιο μυρίζει η μάνα» λέει ο λαός μας. Να σημειώσω παρενθετικά ότι την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όταν γεννούσε μια μάνα αγόρι, της εύχονταν: «Να σου ζήσει, ναι γίνει καπετάνιος, να του γράψουν και τραγούδι». Γι αυτό «τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται του Διάκου καμαρώνει/πού ‘χουνε γιους αρματολούς και γιους καπεταναίους». Τώρα τι τραγουδούν; Να γίνει στην Αθήνα πλατεία Κουφοντίνα…. Κρατηθήκαμε όρθιοι την περίοδο της Τουρκοκρατίας, γιατί οι Ελληνίδες μάνες μάθαιναν στις κόρες τους να συλλαβίζουν τραγούδια λεβεντιάς. «Κάλλιο να ιδώ το αίμα μου /τη γης να κοκκινίσει/παρά να ιδώ τα μάτια μου/ Τούρκος να τα φιλήσει».

Στο βιβλίο του Κ. Σιμόπουλου, «Ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα» (τ. Δ΄, σελ. 287), διαβάζουμε το επεισόδιο που διασώζει ένας Γάλλος περιηγητής ονόματι Davesle:

Μήλος 1η Φεβρουαρίου 1828. Την ώρα, που ξεκουραζόμασταν απ’ το ανέβασμά μας στο Κάστρο της Μήλου, είδαμε να πλησιάζει προς το μέρος μας μία γυναίκα, που κρατούσε στο ’να χέρι ένα σταμνί και στ’ άλλο ένα κοριτσάκι, ενώ ένα άλλο κοριτσάκι έτρεχε γύρω της. Στον ώμο της κρατούσε κάτι, που όταν μας πλησίασε, είδαμε, ότι ήταν ένα τρίτο παιδί, καλά φασκιωμένο. Της εζήτησα να μου δώσει λίγο νερό. Σήκωσε το σταμνί της και μου ’γνεψε να πιω. Εν τω μεταξύ ο σύντροφός μου, που μιλούσε άριστα τα νέα ελληνικά, είχε αρχίσει να παίζει με το μεγαλύτερο απ’ τα κοριτσάκια. Έτσι αναπτύχθηκε μεταξύ μας μία οικειότητα […] Τη ρώτησα για τη ζωή τους. Μου είπε ότι ο άντρας της ήταν άλλοτε εύπορος γεωργός, είχαν σπίτι καλό, ένα μεγάλο χωράφι κι ένα περιβόλι και κατόρθωνε να ζουν πολύ καλά. Ωστόσο δε δίστασε να τα εγκαταλείψει όλα και να τρέξει κοντά στους συμπατριώτες του, μόλις άρχισε ο πόλεμος της ανεξαρτησίας. Οι Τούρκοι για αντίποινα, όταν πέρασαν απ’ το νησί, έκαψαν το σπίτι και ρήμαξαν τα κτήματα. Τώρα ζουν πολύ φτωχά και πρέπει να ξαναπεράσουν χρόνια, για να καλυτερέψει η ζωή τους. Τη ρώτησα, για να τη δοκιμάσω, αν βλέποντας τη φτώχεια, μέσα στην οποία μεγάλωναν τα παιδιά της, δε νοσταλγούσε τις χωρίς στενοχώριες ημέρες, που περνούσαν τον καιρό της τουρκικής κατοχής. Δεν περίμενα ποτέ, ότι τα λόγια μου θα ’φερναν τέτοιο αποτέλεσμα: Η Ελληνίδα της Μήλου σηκώθηκε απότομα, άρπαξε στα χέρια της το φασκιωμένο μωρό, και ρίχνοντάς μου ένα βλέμμα γεμάτο μίσος και περιφρόνηση, είπε: «Να ποθούμε την εποχή που είμαστε σκλάβοι, στο έλεος ενός βάρβαρου, που μπορούσε να μας αρπάξει τους άντρες μας, τ’ αδέλφια μας, τα παιδιά μας, εμάς τις ίδιες; Όχι! Χίλιες φορές καλύτερα να ζω με ψωμί κι ελιές και να νιώθω πως είμαι λεύτερη και μάνα ελεύθερων παιδιών»!!

Μια άλλη μάνα η περίφημη Καρατάσαινα, γυναίκα και μάνα ηρώων. Συνελήφθη, κατά την καταστροφή της Νάουσας, τον Απρίλιο του 1822 και οδηγήθηκε, μαζί με πλήθος αιχμάλωτα γυναικόπαιδα στην Θεσσαλονίκη. Πιέστηκε να αλλαξοπιστήσει. Αρνήθηκε. «Γι’ αυτό», γράφει ο αυτόπτης Γάλλος Πουκεβίλ στην ιστορία του «εβύθισαν εντός σάκκου, τον οποίον είχαν γεμίσει με όφεις, την σύζυγο του οπλαρχηγού Καρατάσου. Ο Αβδούλ Λουμπούτ ήλπιζεν ότι ο θάνατός της, θα επήρχετο κατόπιν φρικτών πόνων και βασάνων. Αλλά αι πληγαί πλήθους εχιδνών έχυσαν τόσον δηλητήριον εις τας φλέβας της μάρτυρος, ώστε περιέπεσεν εις λήθαργον και απέθανεν ανωδύνως, λυτρωθείσα ούτω των δημίων της, υπέρ των οποίων δεν έπαυσεν να προσεύχεται θερμώς, επικαλούμενη το όνομα του Θεού και της Παναγίας μέχρι της τελευταίας ώρας. Ούτως απέθνησκον αι χριστιαναί γυναίκες». Εδώ, και δεν κάνω λάθος, διαβάζουμε συναξάρι νεομάρτυρος.

Δεύτερον μας έσωσαν οι Δάσκαλοι Του Γένους και ένας τέτοιος ήταν ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης που μας φιλοξενεί σήμερα στο σπίτι του. Θα αναφερθώ μόνο σε έναν τον Γεώργιο Γεννάδιο, «Μέγα διδάσκαλον του Γένους, επονομασθέντα Σωτήρα της Πατρίδος»,

Το 1820 διδάσκει στο Βουκουρέστι, η διδασκαλία του «απέβλεπε εις την μόρφωσιν πατριωτικού αισθήματος ηρώων μάλλον ή μαθητών». Απ’ αυτές τις αίθουσες βγήκε ο Ιερός Λόχος. Στο τελευταίο του μάθημα, θα πει: «Ηλθεν η ώρα να δείξετε προς τον κόσμον, όστις σας κοιτάζει, και προς την πατρίδα, ήτις ελπίζει από σας, ότι είσθε γνήσια τέκνα αυτής. Ηλθεν η ώρα να δείξετε την ευγνωμοσύνην σας προς την πατρίδα, ήτις σας εγέννησε και να προσφέρετε ελάχιστον πράγμα, αντί της μεγίστης ευεργεσίας: ότι σας έκαμεν Έλληνας, να προσφέρετε την ζωήν σας υπερ αυτής. Αφού σας έδωσε την ζωήν, τώρα σας προτείνει την αθανασίαν». Και Κλείδωσε την σχολή και κατέβηκε στην πατρίδα.

Το 1826 τον βρίσκουμε στο Ναύπλιο, λίγο μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου. Γράφει ο Φωτάκος: «Κλαυθμός και οδυρμός, εγίνετο καθ’ όλην την Ελλάδα και από την ξηράν και από την θάλασσαν…». Η Επανάσταση κινδύνευε. Την 8η Ιουνίου ο Γεννάδιος καλεί στο Ναύπλιο τον λαό «εις υπέρτατον αγώνα υπέρ σωτηρίας της Ελλάδος». Ο αυτήκοος και αυτόπτης Αλ. Ραγκαβής, στα Απομνημονεύματά του, μεταφέρει την σκηνή και τα λόγια του Δασκάλου του Γένους. «Η πατρίς καταστρέφεται, ο αγών ματαιούται, η ελευθερία εκπνέει. Απαιτείται βοήθεια σύντονος. Πρέπει οι ανδρείοι ούτοι, οίτινες έφαγον πυρίτιν και ανέπνευσαν φλόγας και ήδη αργοί και λιμώττοντες μας περιστοιχίζουν, να σπεύσωσιν όπου νέος κίνδυνος τους καλεί. Προς τούτο απαιτούνται πόροι και πόροι ελλείπουσιν. Αλλ’ αν θέλωμεν να έχωμεν πατρίδα, αν είμεθα άξιοι να ζώμεν άνδρες ελεύθεροι, πόρους ευρίσκομεν. Ας δώση έκαστος ό,τι έχει και δύναται. Ιδού η πενιχρά προσφορά μου. Ας με μιμηθεί όστις θέλει. Και επικροτούντος του πλήθους εκένωσε κατά γης το ισχνόν διδασκαλικόν βαλάντιόν του…

Αλλά όχι, επανέλαβε μετ’ ολίγον, η συνεισφορά αύτη είναι ουτιδανή. Οβολόν άλλον δεν έχω να δώσω, αλλ’ έχω εμαυτόν και ιδού τον πωλώ. Τις θέλει διδάσκαλον επί τέσσαρα έτη διά τα παιδιά του; Ας καταβάλη ενταύθα το τίμημα». Τι μεγαλείο! Τέσσερα χρόνια «ιδιαίτερα μαθήματα» και το αντίτιμο για την πατρίδα. Μπήκαν στο φιλότιμο οι φτωχοί Ελληνες, πρόσφεραν ό,τι είχαν, ακόμη και τους «νυφικούς δακτυλίους» οι γυναίκες, και σώθηκε η Επανάσταση, γιατί με τα χρήματα και τα τιμαλφή εξοπλίστηκε ο στρατός του Καραϊσκάκη.

Τρίτον δώρο παρήγορο του Θεού στο υπόδουλο Γένος είναι τα παλληκάρια της Πίστης, οι άγιοι Νεομάρτυρες.

«Κοίταξε καλά Γιώργη, μην γυρίσεις, γιατί θα μας τουρκέψουν όλους», έλεγαν οι Γιαννιώτες καθώς τον πήγαιναν στον τόπο του μαρτυρίου. Και δεν λύγισε ο ένδοξος νεομάρτυς του Χριστού Αη Γιώργης εξ Ιωαννίνων. Όπως έγραφε ο μακαριστός επίσκοπος Σπετσών κυρός Ιερόθεος «το αλάνθαστον αισθητήριον της ελληνικής και χριστιανικής ψυχής διησθάνετο ότι η υπέρ άνθρωπον άθλησις ενός νεομάρτυρος απετέλει νίκην ισοστάσιον προς θρίαμβον μέγαν επί του πεδίου των μαχών».

Έτσι φτάσαμε στην Αγιασμένη Επανάσταση.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα