Αρθρογραφία

Μιλά για θηριωδίες. Ποιος; «η μάστιγα της Ασίας»

Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός

Για θηριωδίες Ελλήνων κατά των Τούρκων μίλησε ο Τσαβούσογλου. Ποιος μιλά. «Η μάστιγα της Ασίας». Ένας λαός που και σήμερα τα χέρια του στάζουν αίμα.

Έχω στην βιβλιοθήκη μου ένα πολύ παλιό περιοδικό με τίτλο «ΓΝΩΣΕΙΣ». Το τρίτο τεύχος του είναι αφιερωμένο στην Επανάσταση του ’21. Ξεσηκώνω από το αφιέρωμα ένα κείμενο του Σταύρου Μάνεση, συντάκτη, τότε, του «Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών». Ο τίτλος του άρθρου είναι «Μακεδονικές Ημέρες». Ο συγγραφέας γύριζε τότε την Μακεδονία με σκοπό να διασώσει λέξεις, τοπικά ιδιώματα, αλλά και εμπειρίες γερόντων από τα χρόνια της φρικτής Τουρκοκρατίας.

Διήγηση, ηλικιωμένου αγροφύλακα από το χωριό Νόστιμο. Εξιστορεί επιγραμματικά τη ζωή της σκλαβιάς, την «θαυμαστή τάξη», όπως έλεγε η «συνωστισμένη», της Τουρκοκρατίας: «Τι τρόμους και τι καρδιοχτύπια περάσαμε με τους Τούρκους και τους Αρβανιτάδες, που διαφέντευαν τα μέρη ετούτα κάναν καιρό. Οι πρώτοι με το χαράτσι και το γιαταγάνι τους, οι δεύτεροι με τα κούρσα και το πλιάτσικο. Ανέβαινε ο Αγάς, κατέβαινε ο λιάπης απ’ τα βουνά του, έμπαιναν στα σπίτια μας:

– Βάλε μου να φάω, γκιαούρ!
Τι να κάνεις, τούψηνες ό,τι καλύτερο είχες, για να τον μαλακώσεις: καμμιά κότα, αυγά∙ έσφαζες κανένα αρνί, τούδινες παχύ τυρί, τούφτιανες και την καλύτερη πίτα στη γάστρα να περιδρομιάσει. Δώσε μου κι άσπρα (= χρήματα) για τον κόπο πούκαμα νάρθω στο ρημάδι σου και για τα δόντια μου που χάλασα με τα παλιόφαγά σου, μούγκριζε στο τέλος μουδιασμένος από το φαΐ ο ληστής. Μπορούσες να του πεις όχι;

Τούδινες κι άσπρα… Τι να πρωτοθυμηθείς! Αν τον απαντούσες στο δρόμο, έπρεπε να του κάνεις μετάνοια του Τούρκου, να κατέβης απ’ το ζώο ν’ ανέβη αυτός. Τα ρούχα σου να μην είναι καινούργια και το φέσι σου νάναι τρύπιο και πλαγιαστό. Αν τόβλεπε ορθό, σήκωσες κεφάλι, Γιουνάν, σούλεγε, και στο έκοβε! Οι κοπέλες έβαζαν τα πιο παλιά τους φουστάνια και κουκουλώνονταν και καταχώνουνταν να μην τις δει το μάτι το πόρνο… πώς ζήσαμεν ένας Θεός το ξέρει, ώσπου νάρθει το ελληνικό».

Παρενθέτω στο σημείο αυτό και μια άλλη μαρτυρία, που περιγράφει τα ανήκουστα δεινά που βίωσε ο λαός μας κατά την περίοδο της αιχμαλωσίας στους Αγαρηνούς. Περιέχεται στο βιβλίο «το Εικοσιένα», έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών. Στο βιβλίο καταγράφονται οι πανηγυρικοί λόγοι των Ακαδημαϊκών. Τον Μάρτιο του 1967, ομιλητής είναι ο Σπ. Μαρινάτος. Παραθέτει άδεια ταφής χριστιανού, την οποία έδιναν οι Τούρκοι:

«Συ ο παπάς, του οποίου το μεν ένδυμα είναι μαύρον ως πίσσα, το δε πρόσωπον ως του σατανά, συ ο ιερεύς των μιαρών, συ ο έλκων την καταγωγήν από τον άπιστον Ιησούν, διατάσσεσαι: Τον εις το έθνος σου ανήκοντα άπιστον Γρηγόριον, ο οποίος εψόφησε σήμερον αν και την μεν ψυχήν του παρέδωκεν εις τον σατανάν, το δε βρωμερόν πτώμα του δεν το δέχεται το χώμα, έξω και μακράν της πόλεως ανοίξατε λάκκον και διά λακτισμάτων ρίψατε αυτόν εντός τούτου». (σελ. 774).

Το κείμενο αποτελεί μνημείο και αδιαφιλονίκητη απόδειξη της αρμονικής, έως έρωτος, συνοίκησης σκλάβων και δυναστών. Ακόμη και οι νεκροί διαπομπεύονταν.

Και κάτι νεότερο. Στο βιβλίο «Οι τουρκικές ωμότητες στην Κύπρο» του Π.Σ. Μαχλουζαρίδη. Γράφτηκε στην Λευκωσία το 1974-75 και καταγράφει καταθέσεις θυμάτων της εισβολής, που λήφθηκαν από την Κυπριακή Αστυνομία και το Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων.

«Σ’ ένα χωριό που έπεσε στα χέρια των Τούρκων εισβολέων, κατοικούσε για πολλά χρόνια ένα ανδρόγυνο με 8 παιδιά, όλοι παντρεμένοι, που ζούσανε εκτός του χωριού. Ο άντρας ήταν 74 χρόνων και η γυναίκα του 71 χρόνων. Κατά τον δεύτερο γύρο της τουρκικής εισβολής, οι περισσότεροι χωριανοί έφυγαν και παραμείνανε μόνο λίγοι «γέροι τζιαί κοτζιάκαρες».

Αυτοί έκαναν την σκέψη ότι, αφού ήταν τόσο προχωρημένοι στην ηλικία, δεν διατρέχανε κανένα κίνδυνο αναφορικά με την τιμή τους. Και αφού νιώθανε πως βαθιές ήτανε οι ρίζες τους στον τόπο που τους γέννησε και τους ανάθρεψε, στην γη, που πότισαν με τον ιδρώτα τους κι αυτή σαν ανταμοιβή τους γεννοβόλησε και τους πρόσφερε τα αγαθά της, πήραν την απόφαση να μείνουν.

Το μετάνιωσαν όμως, γιατί οι προβλέψεις τους δεν βγήκαν σωστές. Ο 74χρονος γέρος με πολλή πικρία διηγείται το πάθημά του: «Μόλις νύχτωσε και έφυγαν οι στρατιώτες, έπιασαν την γυναίκα μου και από τα χωράφια επεστρέψαμε στο… (χωριό). Πήγαμε στο σπίτι μου, είδαμε την γερημιά και εφύγαμε.

Πήγαμε στο σπίτι της κουμέρας μου Α.Γ., όπου μείναμε 5 μέρες, και μετά ήρταν τρεις Τούρκοι στρατιώτες εκ Τουρκίας με όπλα, ήταν ηλικίας περίπου 22 χρόνων, όπου εμένα και την κουμέρα μου μας κλείσανε σε μία κάμαρη και ο ένας στρατιώτης εγλεπέν μας με τ’ όπλο.

Μετά λίγην ώραν έφυγαν και οι τρεις Τούρκοι, όπου η γυναίκα μου μου είπε ότι οι δύο Τούρκοι εβάλαν την με το ζόρι χαμαί πάνω στο κριθάρι, όπου ο ένας εκράταν την και ο άλλος την επείραξεν, δηλ. την εβίασεν· το ίδιον εκάμαν κι οι δύο, δηλ. την επείραξεν ο ένας μετά τον άλλον.

Κατά το δείλι περίπου ήρταν πάλιν τρεις, ο ένας εκ των οποίων ήταν από αυτούς που ήτο το πρωί, όπου εσπρώξαν την γυναίκα μου μέσα στην κάμαρην και εμπήκεν ένας μαζί της και εβάδωσε την πόρτα· μετά από λίγον έφυγαν κι η γυναίκα μου μου είπεν ότι την έπιασε με το ζόρι και την εβίασε. Μετά από αυτό το ρεζιλίκι εφύγαμε πεζοί κι οι τρεις, δηλ. εγώ, η γυναίκα μου και η κουμέρα μου, για να πάμε στην… (χωριό).

Η εξιστόρηση από την παθούσα είναι ακόμη πιο δραματική. Εκτός του ότι βεβαιώνει τα όσα κατέθεσε ο άντρας της, η αφήγησή της, σε γλώσσα με κυπριακούς ιδιωματισμούς, δημιουργεί ανατριχίλα και αποτροπιασμό για τις αισχρότητες, την βδελυρότητα και την ανήκουστη συμπεριφορά προς μία γριά, που όπως λέγει και η κυπριακή θυμοσοφία, «το ‘ναν την πόδιν ήταν στην γην και τ’ άλλον στον Άδην».

Στο σημείο αυτό κλήθηκε η γριά μαυροντυμένη με το μαντήλι της κεφαλής της κατεβασμένο χαμηλά, για να σκεπάζη ολόκληρο σχεδόν το πρόσωπό της. Κάτωχρη και ταλαιπωρημένη, με εμφανή τα ίχνη της ντροπής και τον φόβο για τα τόσο αισχρά, που θα είχε να εξιστορήση, πλησίασε τον Εισαγγελέα και παρακλητικά κάτι του ψιθύρισε στ’ αυτί.

Ακολούθησαν μερικές στιγμές και ο Εισαγγελέας απευθυνόμενος προς τους λοιπούς παρισταμένους υπέβαλε τη θερμή παράκληση της μάρτυρος να της επιτραπή να μη επαναλάβη τα όσα της συνέβησαν, γιατί αισθανόταν ντροπή και καταισχύνη». (σελ. 70).

Η ατιμασμένη από τους Τούρκους εισβολείς, γερόντισσα, σήμερα δεν ζει. (Ατιμασμένοι είναι οι κτηνάνθρωποι. Τα λείψανα δεν ατιμάζονται). Ο τάφος και ο φιλεύσπλαχνος Σωτήρ ημών Χριστός έσβησαν την “καταισχύνη” της.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα

Παράσταση διαμαρτυρίας ενάντια στην «αξιολόγηση» – κατηγοριοποίηση των σχολείων και τον αυταρχισμό κυβέρνησης – υπουργείου παιδείας

Η κυβέρνηση και το υπουργείο παιδείας μπροστά στον ανυποχώρητο αγώνα ενάντια στην κατηγοριοποίηση των σχολείων, την υπεράσπιση των μορφωτικών δικαιωμάτων […]