Η αγωγή των αρχαίων και ο τωρινός «δεμπειρασμός»
Συνεχίζουμε την περιήγηση στην ανατροφή των παιδιών, με την αρχαία Ελλάδα.
Πριν μπω στο θέμα θέλω να σχολιάσω κάτι. Τις προάλλες είδαμε στο «τιβί» κάποιον εκπαιδευτικό σε ΕΠΑΛ να βιαιοπραγεί εναντίον μιας μαθήτριας. Τιμωρήθηκε αυστηρά και καλώς. Στις εικόνες είδαμε και κάποιες άλλες αξιόποινες πράξεις από τους μαθητές που πέρασαν ασχολίαστες, γιατί, σύμφωνα με την καταστρεπτικό ιδεολόγημα «παιδιά είναι, δεν πειράζει, βράζει το αίμα τους και λοιπά…». (Από το «δεν πειράζει», εφευρέθηκε ο «δεμπειρασμός»).
Πρώτον: κάποιοι συμμαθητές της όρμησαν εν βρασμώ και χειροδίκησαν κατά του εκπαιδευτικού. Δεν πειράζει…
Δεύτερον: Ένας μαθητής «τραβούσε» με το κινητό του την σκηνή. Το κινητό απαγορεύεται στο σχολείο. Ξέρουμε ότι όλα σχεδόν τα παιδιά προσέρχονται με το κινητό στην τάξη. Ποιος ελέγχει; τι κάνει το υπουργείο; Τίποτε. Δεν πειράζει…
Τρίτον: αναποδογύρισαν και κατέστρεψαν, για εκδίκηση, οι μαινόμενοι συμμαθητές το αυτοκίνητο τού όντως απαράδεκτου εκπαιδευτικού. Αυτό είναι ή δεν είναι αδίκημα; Τιμωρήθηκαν; Μάλλον όχι. Είναι παιδιά, δεν πειράζει…. Αυτός, ο «δεμπειρασμός» όμως τρώει τα σωθικά της πατρίδας.
Ας γυρίσουμε πίσω. Σε κάθε σπίτι, σε κάθε σχολή στην αρχαία Ελλάδα «βασίλευε» ο Όμηρος. «Την Ελλάδα όλην πεπαίδευκεν ούτος ο ανήρ» θα πει ο Πλάτων. Οι γονείς ανατρέφουν τα παιδιά τους για να γίνουν καλοί καγαθοί πολίτες. Σκοπός τους ν’ αποκτήσουν τα παιδιά την αρετή, λέξη που δεν εξηγείται, αλλά βιώνεται. «Ουκ έστιν αρετής νόημα τιμιώτερον». Δεν υπάρχει τίποτε πιο πολύτιμο από την αρετή.
Ό,τι κι αν γίνουν τα παιδιά πρέπει να τα διακρίνει η αρετή, γιατί «πάσα επιστήμη (τέχνη) χωριζομένη αρετής πανουργία τις και ου σοφία φαίνεται», λέει ο Πλάτων στο πασίγνωστο ρητό του. Αρετή μάλλον εννοούσαν οι αρχαίοι την υστεροφημία. Το να φεύγει κάποιος απ’ αυτή τη ζωή και ν’ αφήνει πίσω του μία λαμπρή ανάμνηση.
«Η δε αρετή και θανώσι λάμπει». Η αρετή λάμπει ακόμη και μετά το θάνατο των ενάρετων ανθρώπων. Πώς όμως παίδευαν οι γονείς ενάρετους ανθρώπους; Στο αριστουργηματικό έργο του «περί παίδων αγωγής» ο Πλούταρχος ανθολογεί, γύρω στο 50 μ.Χ., όλη την προηγούμενη σοφία.
Αντιγράφω λίγα θαυμάσια σπαράγματα :«Οι γονείς», γράφει, «να μην παινεύουν υπερβολικά και φουσκώνουν τα παιδιά με εγκώμια, γιατί με τις υπερβολές των επαίνων γίνονται ματαιόδοξα και κακομαθημένα».
«Να οδηγούμε», συνεχίζει, «τα παιδιά προς τις σωστές ενασχολήσεις με συμβουλές και λόγους και όχι με ξυλοδαρμούς και κακοποίηση. Ακόμη να μην τα υποβάλλουμε σε υπέρμετρους κόπους» – σήμερα θα λέγαμε φροντιστήρια, ωδεία, γυμναστήρια –«όπου απαυδούν και διακόπτουν ή δεν δέχονται τη μάθηση με ανταπόκριση.
Όπως δηλαδή τα φυτά τρέφονται με λιγοστό νερό, αλλά με πολύ πνίγονται κατά τον ίδιο τρόπο η παιδική ψυχή από τους υπερβολικούς κόπους καταποντίζεται». Σημειώνει παρακάτω ο παππούς Πλούταρχος κάτι πολύ σημαντικό, απευθυνόμενος στους πατέρες. «Να παρακολουθούν την πορεία μάθησης των παιδιών τους, να πληροφορούνται οι ίδιοι, την εξέλιξη των παιδιών τους από τον δάσκαλο». Σήμερα οι πατέρες είναι απόντες από το σχολείο.
Είναι όμως πλάνη για τον άντρα να πιστεύει ότι μπορεί, χωρίς συνέπειες, να διοχετεύει όλη του την ενέργεια στην δουλειά του, όπως είναι πλάνη για τη γυναίκα να πιστεύει ότι μπορεί να μεγαλώσει μόνη της τα παιδιά της.
Στο τέλος καταλήγουν και οι δύο με άδεια χέρια. Ιδιαίτερη σημασία δίνει ο Πλούταρχος στο ψέμα. «Να συνηθίζουμε», τονίζει, «τα παιδιά μας να λένε την αλήθεια. Το ψέμα είναι δουλοπρέπεια και όλοι οι άνθρωποι το απεχθάνονται».
Όταν τα παιδιά βρίσκονται στην εφηβική ηλικία, οι εχέφρονες γονείς, πρέπει «να προσέχουν, να επαγρυπνούν και να συνετίζουν τους νεαρούς διδάσκοντας, απειλώντας και παρακαλώντας τους, παρουσιάζοντας παραδείγματα ανθρώπων που εξαιτίας της αγάπης τους για τις απολαύσεις έπεσαν σε συμφορές. Να εμποδίζουν τα παιδιά από του να συναναστρέφονται φαύλους ανθρώπους, γιατί παίρνουν μέρος τα κακίας τους».
Ο λαός σήμερα λέει «πες μου τον φίλο σου να σου πως ποιος είσαι». Πολλοί νέοι παρασύρθηκαν εξαιτίας της κακής παρέας, όπως συνηθίζουμε να λέμε.
Στην περίπτωση αυτή ο γονέας επεμβαίνει δραστικά, χωρίς τύψεις και ενδοιασμούς, πριν να είναι πολύ αργά. Ο γονέας να είναι υπομονετικός, συνιστά ο Πλούταρχος. Να μην ελέγχει και παρατηρεί το παραμικρό. «Υπομένουμε», γράφει, «τα παραπτώματα των φίλων μας τι το παράδοξο, αν υπομείνουμε και των παιδιών μας;».
Τελειώνει ο Πλούταρχος την πραγματεία του με κάτι που θεωρεί την κορωνίδα της σωστής αγωγής είναι το δεύτερο, μετά την αγάπη, όπλο του γονέα. «Περισσότερο απ’ οτιδήποτε οφείλουν οι γονείς να μην πέφτουν σε σοβαρά σφάλματα, αλλά να κάνουν όλα όσα πρέπει, προσφέροντας τους εαυτούς τους παράδειγμα στα παιδιά τους, ώστε ν’ αποτρέπονται από άσχημα λόγια και έργα». «Ου γαρ ο λόγος τοσούτον, όσον ο βίος εις την αρετήν άγει», αυτή είναι η βασιλική οδός για μια σωστή ανατροφή. Αυτό προβάλλει η αρχαία παράδοσή μας.
Πολλοί παραστρατημένοι νέοι είναι συνήθως άνθρωποι που πρώτα απογοητεύτηκαν από τους γονείς τους και ύστερα από την κοινωνία.
Πρωτόθρονη αξία στην αγωγή των παιδιών έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στην αιδώ, την ντροπή. Στον περίφημο μύθο που αναφέρει ο Πλάτων στον «Πρωταγόρα», διαβάζουμε ότι, όταν ο Δίας έφτιαξε τον κόσμο, προίκισε τα ζώα με διάφορα χαρακτηριστικά (φτερά, δύναμη, ταχύτητα). Όμως τον άνθρωπο τον άφησε ανεφοδίαστο (κυρίως χωρίς την πολιτική τέχνη, την ικανότητα συμβίωσης). Οι άνθρωποι έτσι εξοντώνονταν από τα θηρία. Τότε ο Ζεύς, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας, μη ξεκληριστεί, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την Αιδώ και την Δίκη (την ντροπή και την δικαιοσύνη). Έτσι θα διακανονιζόταν η αρμονία των σχέσεων στις πολιτείες. Τον ρώτησε ο Ερμής, με ποιό τρόπο να τις κατανείμει. Σε λίγους, όπως οι άλλες τέχνες, ή σε όλους τους ανθρώπους; «Σε όλους να τις μοιράσεις», λέει ο Δίας, «και όλοι ας μετέχουν σ’ αυτά τα δύο… Και βάλε νόμο, από εμένα διαταγμένο, όποιος δεν μπορεί να μετέχει στην Αιδώ και στην Δίκη να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλης». («Και νόμον θες παρ’ εμού, τον μη δυνάμενον αιδούς και δίκης μετέχειν ως νόσον της πόλεως» – Πρωταγόρας ΧΙΙ). Το κοκκίνισμα της ντροπής είναι πολύ ανώτερο από οποιοδήποτε καλλυντικό προσώπου.