Αρθρογραφία

Ευωδία του Έπους του ’40

Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός

Ας ευωδιαστούμε για λίγο από το μεγαλείο της γενιάς του ’40. Τότε που ένας λαός αγωνιζόταν στις αετοράχες της Πίνδου-όχι «για να λιώσει τα κεφάλια» των εχθρών, όπως ουρλιάζει ο απέναντι βλαμμένος Τούρκος-αλλά για τιμή και αξιοπρέπεια.

Διαβάζω: «Η εχθρική αντεπίθεση του Μαρτίου έχει εκδηλωθεί. Το 731 έχει μεταβληθεί σε ηφαίστειο. Οι φαντάροι μας, πεσμένοι με την κοιλιά στους λάκκους των οβίδων, πυροβολούν, χωρίς διακοπή, για να συγκρατήσουν το εχθρικό πεζικό. Ο δάσκαλος – έτσι έχει βαφτίσει τον διοικητή του ο λόχος, γιατί δημοδιδάσκαλος είναι το επάγγελμά του – με προβιές και επιδέσμους, γύρω από τα κρυοπαγημένα πόδια του, αντί για παπούτσια, χωρίς να προφυλάγεται τρέχει νευριασμένος από διμοιρία σε διμοιρία και δίνει οδηγίες.

– Μην πυροβολείτε στα στραβά, παιδιά! Μην ξοδεύετε ασκόπως τις χειροβομβίδες σας, τους λέει. Κι όταν ο ταγματάρχης του φωνάζει να μην εκθέτει τόσο τον εαυτό του, ο δάσκαλος του απαντάει:

– Φοβάμαι μήπως χάσουμε σήμερα το ύψωμα. Και τι θα δικαιολογηθώ ύστερα εγώ στους μαθητές μου, άμα γυρίσω στο σχολείο;» (Χρ. Ζαλοκώστα, «Πίνδος», εκδ. «Εστία», σελ. 194).

Στον πανηγυρικό λόγο που εκφώνησε στην Ακαδημία Αθηνών, στις 27 Οκτωβρίου του 1960, ο μεγάλος μας λογοτέχνης Στρατής Μυριβήλης, μεταξύ των άλλων σπουδαίων ανέφερε και ένα συγκλονιστικό γεγονός, που διαδραματίσθηκε, όχι «στο διάσελο της Ιστορίας» (Βρεττάκος), στις αετοράχες της Πίνδου, αλλά στα μετόπισθεν, όπου απόλεμος πληθυσμός της πατρίδας μας συναγωνιζόταν την ανδρεία των μαχητών. Το μεταφέρω:

«Είχε οργανωθή, κατά τη διάρκεια του αγώνα υπηρεσία μεταγγίσεως αίματος, απ’ τον Ερυθρό Σταυρό της Ελλάδος. Είχα και ένα φίλο γιατρό, σ’ αυτή την υπηρεσία, λοιπόν πήγαινα κάπου-κάπου να τον δω και να τα πούμε. Ο κόσμος έκαμε ουρά κάθε μέρα για να δώση το αίμα του για τους τραυματίες μας. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά που περίμεναν τη σειρά τους. Μια μέρα, λοιπόν, ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε μέσα στην σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.

-Εσύ, παππούλη, του είπε ενοχλημένος, τι θέλεις εδώ;

Ο γέρος απάντησε δειλά:

-Ήρθα κι εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα.

Ο γιατρός τον κοίταξε αυστηρά με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιο ζωηρή.

-Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γερός, το αίμα μου είναι καθαρό, και ακόμα ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιούς. Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Όμως μου είπαν πως οι δύο πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα μου, θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους, γιατί δε θα ‘χουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κι εγώ το δικό μου. Άιντε, πήγαινε, γέρο μου μού είπε κι ας είναι για την ψυχή των παιδιών μας. Κι εγώ σηκώθηκα κι ήρθα». («Η 28η Οκτωβρίου 1940», πανηγυρική λόγοι ακαδημαϊκών, επιμέλεια Πέτρος Χάρης, Αθήνα 1978, σ. 322).

Τι μεγάλη ψυχή ο γέροντας της ιστορίας! Τρεις γιους και… χαλάλι της πατρίδας! Προσθέτει ένα νέο στοιχείο τούτη η διήγηση, όπως το γράφει ο Μυριβήλης: Ανδρείους μπορεί να βγάλει κάθε πατρίδα. Αγίους όμως μόνον αυτές που καταυγάζονται από το φως της Ορθοδοξίας, από το φως του Χριστού και η Ελλάδα ανήκει-θέλουν δεν θέλουν οι εκκλησιομάχοι-σ’αυτήν την εκλεκτή μερίδα!

Ο Δημήτρης Ντούλιας πλωτάρχης. ε.α. στο Πολεμικό ναυτικό περιγράφει μοναδικά στην παρακάτω επιστολή του μια σκηνή που καταγράφηκε στη μνήμη του και στην καρδιά του και από ότι φαίνεται δεν θα σβήσει ποτέ όσα χρόνια και να περάσουν.

«Ήμουν στο Ναυτικό το 1952 και βρισκόμουνα στη Πλατεία Κλαυθμώνος, όχι όπως είναι σήμερα. Οι νεότεροι δεν γνωρίζουν πάρα πολλά από τα παλιά και απορούν οπόταν ακούν ορισμένα γεγονότα του τότε.
Εκείνη τη στιγμή έπεφτε ο ήλιος και θα…. γνωρίζετε ότι με τη δύση του, γίνεται υποστολή της σημαίας.Τότε το Υπουργείο Ναυτικού ήταν εκεί και η σημαία κυμάτιζε ακόμα στο κτήριο.

Σήμερα είναι άλλες υπηρεσίες του Ναυτικού. Τότε πάντα κάθε πρωί, θα θυμούνται οι παλιοί, γινόταν έπαρση σημαίας και σταματούσαν τα… πάντα, όπως και στη δύση του ηλίου γινόταν υποστολή. Ήταν στιγμές ωραίες , απίθανες που ζούσαν τότε οι άνθρωποι.Το άγημα αποδόσεως τιμών στο χώρο του, και ακούμε το σαλπιγκτή να δίνει το σύνθημα για την υποστολή της σημαίας. Το άγημα παρουσιάζει όπλα. Ο αξιωματικός χαιρετά και παίζεται ο Θούριος. Όλοι οι παριστάμενοι εκεί και οι περαστικοί, όπως και εγώ σταθήκαμε σε στάση προσοχής.

Αποδίδεις με αυτό τον τρόπο την τιμή στο ιερό μας σύμβολο, στη γαλανόλευκη σημαία. Εκείνη τη στιγμή που ο αρμόδιος αξιωματικός χαιρετά, η ματιά του πέφτει λοξά και βλέπει κάτι παράξενο, και η ψυχή του ταράζεται, για αυτό που θα σας πω παρακάτω.

Τελειώνοντας η διαδικασία της υποστολής της σημαίας, οι διαβάτες συνεχίζουν το δρόμο τους, ενώ εγώ από παρέμεινα από συνήθεια λίγο ακόμα. Τότε βλέπω το νεαρό αξιωματικό να κατευθύνεται θυμωμένος πρός ένα γεροδεμένο πλανόδιο καστανά. Βλέπετε τότε η πλατεία ήταν κενή και στις γωνίες ήταν πάντα στιλβωτές ( λούστροι ) και καστανάδες που μας λείπουν τώρα.

Του είπε : «γιατί δεν σηκώθηκες όρθιος για να τιμήσεις τη σημαία μας. Δεν έχεις φιλότιμο κλπ «.
Ο άνθρωπος έμεινε βουβός, εγώ παρακολούθησα έντρομος και φοβερά συγκλονισμένος το τι έγινε. Μετά βλέπω τον καστανά ότι έγινε κατακόκκινος και άρχισε να τρέμει.
Ήθελε να φωνάξει, αλλά βλέπω με έκπληξη ότι συγκρατείται, σκύβοντας το κεφάλι του άρχισε να κλαίει με λυγμούς.

Όμως συνέρχεται γρήγορα σκουπίζει τα δάκρυα του και με πολλή δύναμη των χεριών του ( αυτά ήταν γερά ) στυλώνει το σώμα του δυνατά, σπρώχνει τον πάγκο του με τα κάστανα μπροστά και φωνάζει με όλη τη ψυχή του, στο νεαρό αξιωματικό δυνατά «πώς να σηκωθώ κύριε Της τα έδωσα της Πατρίδας και τα δύο» και σηκώνει τα μπατζάκια του παντελονιού οπού φάνηκαν δύο πόδια κομμένα πάνω από το γόνατα. Και ξαναρχίζει να κλαίει. Ο κόσμος όπως και εγώ γύρω του κλαίει και χειροκροτεί, όμως περισσότερο από όλους κλαίει ο νεαρός αξιωματικός.

Έχουν περάσει περίπου 60 χρόνια. Ποιος ξέρει τι γίνεται. Εκείνη τη στιγμή έγινε κάτι το αλησμόνητο, φοβερή σκηνή για Όσκαρ. Ο αξιωματικός σκύβει και αγκαλιάζει και φιλά τον καστανά, και στη συνέχεια στέκεται ευθυτενής μπροστά στον ήρωα και φέρνει το δεξί του χέρι στην άκρη του γείσου του πηλίκιου του και τον χαιρετά στρατιωτικά.

Του απονέμει «τας κεκανονισμένας τιμάς» που δεν μπόρεσε εκείνος τυπικά να αποδώσει στη σημαία μας, γιατί της χάρισε και τα δύο πόδια στα βορειοηπειρώτικα βουνά μας για να μπορεί να κυματίζει σήμερα ψηλά η κυανόλευκη σημαία σε λεύτερη πατρίδα. Και οι άλλοι, οι πολλοί να μπορούν να πηγαίνουν με γρήγορο βήμα στις ειρηνικές απασχολήσεις τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι περνούν μπροστά από έναν ήρωα του αλβανικού μετώπου, τον Έλληνα ήρωα πολεμιστή, όποιο επάγγελμα και να χει.

Άλλοι δεν μιλούν, άλλοι όμως ειρωνεύονται.Γι αυτό οι νέες γενιές πρέπει να μάθουν, να διδαχθούν από την οικογένεια και το σχολείο για το Έπος του 1940. Για το καλό της Πατρίδας μας.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα