Γενικά

Η ηρωική Μάχη του Κιλκίς και ο θρίαμβος της ελληνικής λόγχης

Του Ανδρέα Αγτζίδη εκπαιδευτικού
(1926-2018)

21 Ιουνίου 1913: Το Κιλκίς γιορτάζει την επέτειο της απελευθέρωσής του από τους μιαρούς Βουλγάρους, που επί αιώνες επιβουλεύονταν τα εδάφη της ελληνικής Μακεδονίας. Σήμερα, για μας τους Κιλκισιώτες αλλά και για όλους τους Έλληνες είναι εορτή εορτών και πανήγυρις πανηγύρεων, γιατί πριν 94 χρόνια στις 21 Ιουνίου 1913 ο δαφνοστεφής ελληνικός στρατός κατετρόπωσε τις βουλγαρικές στρατιές, τις οποίες κατεδίωξε πέραν της οροσειράς του Μπέλλες και χάρισε στην πόλη μας την ελευθερία και την δόξα.

Οι Βούλγαροι, μετά την λήξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου παρεβίασαν την συμφωνία που είχε συναφθεί μεταξύ Σερβίας, Βουλγαρίας, Μαυροβούνιου και Ελλάδας και με ύπουλο και σατανικό τρόπο θέλησαν να πραγματοποιήσουν τα προαιώνια σχέδιά των, που ήταν η κατάληψη της Μακεδονίας.

Τα αποτελέσματα του Α’ Βαλκανικού Πολέμου
Κατά την διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, στις 26 Οκτωβρίου 1912, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, προστάτη της Θεσσαλονίκης, όπως είναι γνωστό, ο δαφνοστεφής ελληνικός στρατός υπέγραφε με τον αρχηγό του τουρκικού στρατού Χασάν Ταξίν το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης καθώς και όλων των τουρκικών στρατευμάτων που ήσαν γύρω από την πόλη. Παραδόθηκαν ως αιχμάλωτοι πολέμου περίπου 25.000 οπλίτες και 1000 αξιωματικοί, στους οποίους μάλιστα επετράπη να φέρουν το ξίφος των, καθώς και τα εξής λάφυρα πολέμου: 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 7000 τουφέκια, 1200 άλογα και άλλα διάφορα υλικά.
Ενώ, λοιπόν, υπογραφόταν η παράδοση της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό στρατό, βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Τοντόρωφ, διοικητή της 7ης μεραρχίας, κινούνται προς νότο με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη, παρά την ειδοποίηση που έλαβε από τον Στρατηγό Καλλάρη, ότι η Θεσσαλονίκη είναι πλέον ελληνική. Την ειδοποίηση αυτή του Στρατηγού Καλλάρη την θεώρηση ως απάτη. Τ ο πρωί της 27ης Οκτωβρίου ο Χασάν Ταξίν, απέστειλε προς τον Θεοδώρωφ, αντίγραφο του πρωτοκόλλου παράδοσης της Θεσσαλονίκης στους Έλληνες. Τώρα πλέον οι Βούλγαροι θέτουν σε εφαρμογή το ύπουλο και σατανικό των σχέδιο, αφού απέτυχε κάθε προσπάθεια να πείσει τον Χασάν Ταξίν να υπογράψει και μ’ αυτούς παρόμοιο πρωτόκολλο, που υπέγραψε και με τους Έλληνες, για να έχει το δικαίωμα ισότιμα να εισέλθει στη Θεσσαλονίκη. Αφού, λοιπόν, όλες οι προσπάθειές του απέτυχαν, ο Τοντόρωφ, ζητεί να συναντήσει το Διάδοχο και αρχιστράτηγο του ελληνικού στρατού. Πράγματι στις 4μ.μ. ο Βούλγαρος στρατηγός Τ οντόρωφ, μαζί με τον υπασπιστή του υπίλαρχο Σταντσίεφ, γίνεται δεκτός από τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης. Εν πρώτοις υποβάλει τα συγχαρητήρια για τις λαμπρές νίκες του ελληνικού στρατού και εν συνεχεία παρακαλεί να επιτραπεί σε δύο τάγματα του στρατού του να εισέλθουν στη Θεσσαλονίκη, δήθεν, να αναπαυθούν γιατί σ’ αυτά υπηρετούν και οι πρίγκιπες Βόρις, διάδοχος του θρόνου και Κύριλλος, υποσχόμενοι ότι εφ’ όσον επιτραπεί η είσοδος των δύο ταγμάτων στην πόλη θα συνεμορφούντο απολύτως προς τις εκάστοτε εντολές του Έλληνα φρουράρχου.
Ύστερα από αυτές τις κατηγορηματικές δηλώσεις του στρατηγού Τ οντόρωφ, ο αρχηγός του ελληνικού στρατού τότε Διάδοχος Κωνσταντίνος, έδωσε εντολή να επιτραπεί η είσοδος στην πόλη δύο βουλγαρικών ταγμάτων. Έτσι, από το πρωί της 29 Οκτωβρίου 1912 εισήλθαν στην πόλη δύο βουλγαρικά τάγματα, τα οποία εγκαταστάθηκαν σε τρία διαφορετικά σημεία. Η πανουργία και η δολιότητα των Βουλγάρων εξαπάτησε την καλοπροαίρετη διάθεση του αρχιστράτηγου.
Ενώ οι μήνες περνούσαν οι Βούλγαροι, όχι μόνο δεν σκέφτονταν να εγκαταλείψουν την πόλη, αλλ’ αντιθέτως, κρυφά έβαζαν μέσα στην πόλη νέες στρατιωτικές δυνάμεις, αυξάνοντας τον αριθμό επικίνδυνα. Πλέον οι στόχοι των Βουλγάρων αποκαλύπτονται, διότι λαμβάνουν την απόφαση να επιτεθούν ταυτόχρονα κατά των Σέρβων και των Ελλήνων. Τ ο όνειρό τους είναι να δημιουργήσουν την Μεγάλη Βουλγαρία.

Η μάχη της Θεσσαλονίκης
Ετσι στις 16 Ιουνίου 1913 ο βουλγαρικός στρατός είναι προετοιμασμένος να χτυπήσει ταυτοχρόνως τους Σέρβους και τους Έλληνες. Εναντίον των Ελλήνων αποφασίσθηκε να επιτεθεί η 2η βουλγαρική στρατιά από Δοϊράνης μέχρι Καβάλας με τρεις Μεραρχίες και με άλλες τρεις εφεδρικές στο Δεμίρ Ισάρ (Σιδηρόκαστρο) Καβάλα και Ανατολική Μακεδονία.
Ο ελληνικός στρατός αντιπαραθέτει από τον κόλπο του Σταυρού μέχρι την Γευγελή οκτώ Μεραρχίες και την ταξιαρχία ιππικού, που κατανεμήθηκαν ως εξής:
7η μεραρχία στα δεξιά της ελληνικής διάταξης μέχρι την λίμνη Βόλβη. 1η μεραρχία από λίμνη Λαγκαδά μέχρι αμαξωτής οδού Σερρών Θεσσαλονίκης. 4η μεραρχία δυτικά της οδού Σερρών Θεσσαλονίκης μέχρι του Γαλλικού ποταμού. 3η και 5η μεραρχία δυτικά Γαλλικού, υψώματα Πικρολίμνης, Μικροκάμπου μέχρι Αξιοχωρίου, η 5η δεξιά και η 3η αριστερά. 2η μεραρχία στη Θεσσαλονίκη. Ταξιαρχία ιππικού στη Σίνδο. 10η μεραρχία στην περιοχή Αξιοχωρίου Πολυκάστρου, με ταχύτατη οργάνωση της αμυντικής γραμμής με σχετικά έργα (χαρακώματα, συρματοπλέγματα κλπ). Με επείγουσες εμπιστευτικές διαταγές καθορίζεται ο τρόπος ενεργειών των μεραρχιών. Σε καμμιά περίπτωση δεν θα επιτεθούν πρώτοι οι Έλληνες. Η πρωτοβουλία θα αφεθεί στους Βουλγάρους και μόλις επιτεθούν πρώτοι θα αρχίσει κεραυνοβόλος αντεπίθεση κατά των επιτιθέμενων δυνάμεων. Παρά το ότι οι βουλγαρικές δυνάμεις επετέθησαν πρώτοι κατά Σέρβων και Ελλήνων καταθέτουν στις Μεγάλες Δυνάμεις έντονη διαμαρτυρία, ότι δήθεν τους επετέθησαν πρώτοι οι Σέρβοι και οι Έλληνες. Το θράσος των όπως βλέπουμε είναι απύθμενο και η αγριότητά των ξεπερνούσε τα όρια του Αττίλα και του Κρούμου. Τα όρια πλέον της υπομονής έχουν εξαντληθεί, γι’ αυτό στις 12.30 της 17 Ιουνίου 1913 ο αρχιστράτηγος, που βρίσκεται στην Αθήνα, δίνει εντολή στον αρχηγό του επιτελείου να εκδώσει άμεσες διαταγές να αντεπιτεθούν με ορμή κατά των βουλγαρικών δυνάμεων που αποτελούν πλέον φανερό κίνδυνο για την Ελλάδα.
Παρά τις έντονες συστάσεις του φρουράρχου οι ευρισκόμενες μέσα στην Θεσσαλονίκη βουλγαρικές δυνάμεις να εγκαταλείψουν την πόλη εκώφευσαν και αδιαφόρησαν. Ύστερα από αυτήν την στάση των Βουλγάρων, στις 3μ.μ. της 17ης Ιουνίου 1913 κατόπιν επείγουσας διαταγής της κυβέρνησης και τον βασιλιά αρχιστράτηγου, η 2η μεραρχία με τα τμήματά της έθεσε σε στενό αποκλεισμό τις βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν α: μήνες μέσα στην πόλη. Η στρατιωτική Διοίκηση στέλνει επείγον έγγραφο στο Βούλγαρο διοικητή που τους έδινε προθεσμία μιας ώρας να εγκαταλείψουν την πόλη. Τους έθεσαν μάλιστα και αμαξοστοιχία. Η προθεσμία της μιας ώρας πέρα και οι Βούλγαροι δεν έδωσαν καμμιά απάντηση.
Αντιθέτως, μάλιστα, άρχισαν οργανώνονται αμυντικά μέσα στα καταλύματά των. Αφού πέρασαν διάφορες δεκάλεπτες προθεσμίες που τους δίνονταν, χωρίς ανταπόκριση, στις 6.30’ της 17 Ιουνίου 19 διατάχθηκαν να παραδοθούν ειδάλλως θα βληθούν με πυροβόλα όπλα. Τέλος μετά και την τελευτά παράταση παράδοσης, έσπευσαν άνευ αντιστάσεως και παραδόθηκαν 300 οπλίτες. Οι άλλοι, οι περισσότεροι ήθελαν ν’ αντισταθούν. Παρά τις συνεχείς παραινέσεις να παραδοθούν δυστυχώς επεδίωκαν την σύγκρουση. Κατά τις 12 τα μεσάνυκτα άρχισε να βάλλει εναντίον των ένα πυροβόλο. Όταν ο υπερφίαλος εχθρός είδε ότι κάθε αντίσταση είναι μάταιη, δέχτηκαν να παραδοθούν. Έτσι το πρωί της ] Ιουνίου 1913 παραδόθηκαν 19 αξιωματικοί, 1260 οπλίτες και 80 κομιτατζήδες, ενώ 60 νεκροί και 17 τραυματίες βρέθηκαν στους στρατώνες τους.
Σ’ αυτήν την σύγκρουση οι Έλληνες είχαν 18 νεκρούς και 42 τραυματίες. Οι Βούλγαροι αιχμάλωτοι με πλοία μεταφέρθηκαν στο Τρίκκερι και κλείσθηκαν στο στρατόπεδο αιχμαλώτων. Η Θεσσαλονίκη είναι πια απαλλαγμένη και από τις τελευταίες βουλγαρικές εστίες. Είναι ελεύθερη.

Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος
Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος είναι πια γεγονός, βρίσκεται σε εξέλιξη. Το Γενικό Στρατηγείο διατάσσει στις 18 Ιουνίου 1913 και τις οκτώ μεραρχίες να αναλάβουν γενική επίθεση κατά των βουλγαρικών δυνάμεων, που είναι πια βέβαιον, ότι για μια φορά ακόμη εκδηλώνουν τα βέβηλα αισθήματά των σε βάρος της μακεδονικής γης. Το πρωί της 1 Ιουνίου 1913 οι ελληνικές μεραρχίες εξορμούν εναντίον των εχθρικών δυνάμεων σ’ ένα ευρύτατο πολεμικό μέτωπο και δρέπουν νίκες και θριάμβους.
Οι μάχες που διεξάγονται είναι σκληρές, αιματηρές. Μάχονται σώμα με σώμα. Η αντίσταση των Βουλγάρων είναι λυσσαλέα μα και το πείσμα των Ελλήνων είναι μεγάλο, είναι μυθικό. Μπορεί το αντίτιμο των μαχών αυτών να είναι πολύ βαρύ, μα περιφανής νίκη στεφανώνει τα τιμημένα όπλα των Ελλήνων. Οι Βούλγαροι μπρος στην ακάθεκτη ορμή των γενναίων μας φαντάρων υποχωρούν σ’ όλα σχεδόν τα μέτωπα. Έντρομοι κατευθύνονται προς τη λίμνη Αρτζάν, καθώς και στη γραμμή Λειψυδρίου-Κολχίδας-Μαυρονερίου-Γυναικοκάστρου. Η πρώτη μάχη του Κιλκίς 19 Ιουνίου 1913 τελειώνει με το Θρίαμβο των ελληνικών οπλών.
Η Ελλάδα κερδίζει τη νίκη και σώζει όχι μόνο το Κιλκίς αλλά την Μακεδονία και την Ελλάδα. Στην τσέπη ενός Βούλγαρου αξιωματικού που σκοτώθηκε αυτήν την μέρα της μάχης, βρέθηκε επιστολή που απευθυνόταν σε φίλο του στη Σόφια. Στην επιστολή έγραφε: «…Το Κιλκίς έγινε απόρθητο. Εδώ ανοίχτηκε ο τάφος της Ελλάδος. Εαν μπορέσουν οι Έλληνες και διασπάσουν τη γραμμή αυτή γρήγορα θα μας δεχθεί η Σόφια…». Κι όμως αυτό το απόρθητο κάστρο μέσα σε τρεις μέρες αιματηρών συγκρούσεων, οι ηρωικοί, οι γενναίοι μας φαντάροι με την τιμημένη λόγχη κατόρθωσαν να αλώσουν την πόλη και να θέσουν εκ ποδών τον εχθρό, συνεχίζοντας την καταδίωξή του. Ο Γάλλος ταγματάρχης Σαρπώ, που επισκέφτηκε το Κιλκίς μετά τη μάχη θα αναφωνήσει πως: «Η οχυρωματική απώλεσε την αξίαν της… λόγω της γενναιότητας και της ανδρείας των Ελλήνων».

Η μάχη του Κιλκίς
Η μάχη του Κιλκίς που αρχίζει στις 19 Ιουνίου 1913 και συνεχίζεται σ’ όλην την τεράστια έκταση του μετώπου, αποτελεί πρωτόγνωρο θρίαμβο και κατέλαβε ξεχωριστή θέση στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ο αγώνας συνεχίζεται με πρωτοφανές πείσμα. Ξημερώνοντας 20 Ιουνίου 1913 οι σάλπιγγες ηχούν θριαμβευτικά και καλούν τους γενναίους και ακατάβλητους φαντάρους μας, τους σύγχρονους ημιθέους της ελευθερίας με την ξιφολόγχη ανά χείρας να εξορμήσουν εναντίον του εχθρού που επιβουλεύτηκε την όμορφη Μακεδονία μας, την χώρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Μπροστά στην ορμή των Ελλήνων, οι Βούλγαροι δειλιάζουν, τρομοκρατούνται και αρχίζουν να εγκαταλείπουν τις θέσεις των και να υποχωρούν προς την τελευταίαν των οχυρωματική γραμμή του Κιλκίς. Ένα προς ένα τα χωριά ελευθερώνονται: Ακροποταμιά, Ποταμιά, Αργυρούπολη κλπ.
Επειδή το Γενικό Στρατηγείο επεδίωκε την όσο το δυνατό ταχύτερη κατάληψη του Κιλκίς, διέταξε στις .30’ μ.μ. της 20ης Ιουνίου 1913 τις τέσσερεις μεραρχίες του Κέντρου να καταλάβουν το Κιλκίς. Οι γενναίοι στρατιώτες μας επιτίθενται με ορμή εναντίον των καλά οχυρωμένων Βουλγάρων στους γύρω από την πόλη λόφους. Το πυροβολικό βάλλει συνεχώς, ακατάπαυστα εναντίον του εχθρού. Τα σπαρτά παίρνουν φωτιά από τις οβίδες που πέφτουν και καίγονται. Ένας πελώριος μαύρος καπνός υψώνεται και καθιστά δυσκολώτερη την προέλαση. Όλη τη νύχτα οι συγκρούσεις συνεχίζονται. Άφθονο το αίμα ρέει και ποτίζει κάθε σπιθαμή της απελευθερωμένης κιλκισιώτικης γης.
Τα χαρακώματα καταλαμβάνονται εξ εφόδου από τους ημιθέους φαντάρους μας. Αμέτρητα πτώματα του εχθρού καλύπτουν τα πεδία των μαχών. Η διοίκηση της βουλγαρικής μεραρχίας ζητεί δίωρη ανακωχή για να περισυλλέξουν τα πτώματα των σκοτωμένων που ξεπερνούσαν τους 500 για να τους θάψουν. Μετά την δίωρη ανακωχή η μάχη συνεχίζεται πεισματώδης με σοβαρές απώλειες και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Ξημερώνοντας 21 Ιουνίου 1913 στις 3.30’ π.μ. η 2η μεραρχία αποφασίζει να κάνει το τελευταίο άλμα και να καταλάβει την πόλη. Δύο συντάγματα εξορμούν με αποφασιστικότητα εναντίον των βουλγαρικών θέσεων με εφ’ όπλου λόγχη και ύστερα από σκληρό αγώνα και με πολλές απώλειες κατέλαβαν στις 4 το πρωί τα πρώτα βουλγαρικά χαρακώματα. Η μάχη που διεξάγεται μέσα στα ίδια τα χαρακώματα είναι λυσσώδης, σώμα με σώμα μάχονται οι φαντάροι μας. Ο εχθρός μπρος στη θυελλώδη ορμή των γενναίων μαχητών μας εγκαταλείπουν τις θέσεις των και στις 9 το πρωί κατελήφθησαν και τα τελευταία χαρακώματα. Κατά την διάρκεια της πολύνεκρης και σκληρής μάχης μπαίνουν και οι υπόλοιπες τρεις μεραρχίες του κέντρου που με συνδυασμένα πυρά οι Βούλγαροι τρέπονται σε φυγή με κατεύθυνση το Βορρά.
Το Γενικό Στρατηγείο κατά τις 10.40’ π.μ. αφού πληροφορήθηκε την άτακτη υποχώρηση των Βουλγάρων στέλνει προς την ταξιαρχία ιππικού την εξής διαταγή: «Κιλκίς καταλαμβάνεται. Εχθρός καταδιώκεται. Καταδιώξατε σκληρώς και αγρίως». Επίσης οι μεραρχίες του κέντρου την Ιμμ λαμβάνουν την εξής διαταγή: «Καταδιώξατε παντί σθένει τον εχθρόν μέχρις τελείας εξαντλήσεώς σας».
Οι Βούλγαροι υποχωρούν κάτω από τα συνεχή σφυροκοπήματα του ελληνικού στρατού. Η ταξιαρχία του ιππικού μόλις αντελήφθη τη σύμπτυξη του εχθρού προς Σταυροχώρι, να βάλλεται από το πυροβολικό της 3ης μεραρχίας, έκανε αιφνιδιαστική επέλαση και επέφερε σύγχυση στα βουλγαρικά τμήματα, τα οποία ετράπησαν σε φυγή, ενώ 100 Βούλγαροι στρατιώτες συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
Οι δυνάμεις της 1ης και της 6ης μεραρχίας λαμβάνουν διαταγή να επιτεθούν ταυτοχρόνως κατά του Λαχανά και δια της λόγχης, ύστερα από σφοδρή βολή πυροβολικού καταλαμβάνουν εξ εφόδου τον Λαχανά και όλα τα γύρω υψώματα.
Η ελληνική σημαία κυματίζει περήφανα σ’ ολόκληρη την Κεντρική Μακεδονία. Οι βουλγαρικές δυνάμεις καταδιωκόμενες πέρασαν την οροσειρά του Μπέλλες. Έτσι, έληξε η τριήμερη αιματηρή μάχη Κιλκίς-Λαχανά. Ο αρχιστράτηγος βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ απηύθυνε προς τους ηρωικούς μαχητές τον εξής τιμητικό χαιρετισμό: «Εις τον ανδρείον στρατόν μου, τον επιδείξαντα τοιούτον ηρωισμόν κατά τας μάχας των ημερών αυτών, τον συντρίψαντα τον εχθρόν, οπουδήποτε και αν τον συνήντησε, εκφράζω τον θαυμασμόν μου και την υπερηφάνειάν μου, διότι ηγούμαι αυτού. Εν Μπάλτσα 2161913, ώρα 9 μ.μ. Κωνσταντίνος Β’».

Το τίμημα της νίκης
Το τίμημα της περίλαμπρης νίκης υπήρξε πολύ μεγάλο. Κατά την διάρκεια της τριήμερης φονικής μάχης του Κιλκίς 1921 Ιουνίου 1913 έπεσαν ηρωικώς μαχόμενοι διοικητές μεγάλων μονάδων όπως ο Καμπάνης, ο Καραγιαννόπουλος, ο Διαλέτης και άλλοι 30 αξιωματικοί και 749 στρατιώτες και τραυματίζονται 37 αξιωματικοί και 3811 οπλίτες. Σ’ αυτήν την μάχη οι Βούλγαροι εκτός από τους νεκρούς και τραυματίες των οποίων ο αριθμός ήταν πολύ μεγάλος είχαν αφήσει πάνω από 2500 αιχμαλώτους στρατιώτες και αρκετούς αξιωματικούς. Επίσης έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων 19 πυροβόλα, 5 βλητοφόρα, 1300 τουφέκια και άφθονα άλλα υλικά.
Η περιφανής νίκη του Κιλκίς-Λαχανά υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές νίκες που έγραψε ο ελληνικός στρατός στα νεώτερα χρόνια της ιστορίας της. Γι’ αυτό η ελεύθερη Πατρίδα για να τιμήσει του ήρωες-γιγαντομάχους της μάχης του Κιλκίς-Λαχανά 19-21 Ιουνίου 1913, στην μεν πλατεία του Λαχανά έστηνε το «άγαλμα της Ελευθερίας» στο δε Κιλκίς ονόμασε την κεντρική λεωφόρο «21ης Ιουνίου» καθώς και σε διάφορους κεντρικούς δρόμους έδωσε τα ονόματα διακεκριμένων αξιωματικών που έπεσαν κατά την διάρκεια της τριήμερης φονικής μάχης, όπως, Καραγιαννοπούλου, Παπακυριαζή, Διαλέτη, Λέκκα, Καμπάνη κ.λ.π. Το ευρισκόμενο στρατόπεδο στην Β.Δ. πλευρά του Κιλκίς έλαβε το όνομα «Καμπάνη» προς τιμή του ήρωα συνταγματάρχη Καμπάνη, που σκοτώθηκε κατά την ημέρα της μάχης από θραύσμα οβίδος πυροβολικού.
Στα δυτικά της πόλεως πάνω σε λόφο στήθηκε το μεγαλόπρεπο και επιβλητικό ηρώον ένα μαρμάρινο σύμπλεγμα, που παριστάνει έναν όρθιο μαχητή να κρατάει στο χέρι του τραυματία και κάτω στα πόδια του να κείτεται νεκρός μαχητής. Γύρω δε από αυτό το υπέροχο σύμπλεγμα κυκλικά υπάρχουν οι προτομές πρωταγωνιστών της νικηφόρας μάχης και είναι εγγεγραμμένα τα ονόματα όλων των υπέρ Πατρίδος πεσόντων αγωνιστών.
Η τριήμερη αιματηρή αλλά νικηφόρος μάχη του Κιλκίς 1921 Ιουνίου 1913, που φέτος γιορτάζουμε την 94η επέτειο είναι μια από τις πιο ένδοξες μάχες που έδωσαν οι Έλληνες κατά την μακρά ιστορική των περίοδο. Διότι η νίκη αυτή έκρινε, χωρίς υπερβολή, οριστικά την τύχη της Μακεδονίας μας, της χώρας του Φιλίππου και του Μ. Αλεξάνδρου.
Ας είναι αιώνια η μνήμη των ηρωικών νεκρών της γιγαντομαχίας της μάχης του Κιλκίς και το παράδειγμα της θυσίας των να φωτίζει παντοτινά το δρόμο στις νέες γενιές.
Θα κλείσω το σημερινό επετειακό κείμενο με στίχους από το ποίημα «Ύμνος στο Ηρώο του Κιλκίς» του Μεταλλικιώτη φίλου ποιητή Ιγνάτιου Σαμουηλίδη:

«Στα συντρίμια της ΜΑΧΗΣ,
από ξύλινες ρόδες
και χαλύβδινες κάνες,
η ψηλή σου θωριά θαρραλέα
προβάλλει.
Τεντωμένο μπροστά
το δεξί σου το χέρι
οργι σμένο πι στόλι κρατεί
για τα θύματα τόσων Ελλήνων.

Και το άλλο θερμά
μητρικά κεκαμμένο
μαχητή λαβωμένο
βαριά συγκρατεί.
Τ ’ ανοιγμένα του μάτια σωτηρία να βρουν από σένα ζητάνε.
Στη σκεπή δρασκελιά σου
ένας άλλος
στρατιώτης κοιμάται γερτός ενός κι είκοσι χρόνων.
Τα κλεισμένα του μάτια την ταφή μοναχά περιμένουν…»
—————————————————————–
Δημοσιεύτηκε με αφορμή την 94η επέτειο της μάχης στην εφημερίδα Ημερησία 21 Ιουνίου 2007

Περισσότερα
Δείτε ακόμα